Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Τη ΙΗ΄ (18η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΛΕΟΝΤΟΣ Πάπα Ρώμης.

Λέων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού και των διαδόχων αυτού Μαρκιανού και Λέοντος, δια δε την υπερβολικήν αυτού σωφροσύνην και καθαρότητα και δια το ειλικρινές και άμεμπτον της ζωής του εχειροτονήθη υπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος Επίσκοπος της παλαιάς Ρώμης εν έτει υμ΄ (440). Οσίως δε και ορθοδόξως ποιμάνας το εαυτού ποίμνιον, ηφάνισε καθ’ ολοκληρίαν τας των αιρετικών Μανιχαίων και Πελαγιανών βλασφημίας εν Ιταλία. Ήτο δε ο μακάριος Λέων και κατά τον καιρόν της Αγίας Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου των εξακοσίων τριάκοντα Πατέρων, ήτις συνεκροτήθη εν Χαλκηδόνι εν έτει υνα΄ (451) και η οποία, ακολουθούσα εις την διδασκαλίαν του Αγίου τούτου Λέοντος, του Αγίου Φλαβιανού και άλλων της Ορθοδοξίας προμάχων, πολλά μεν εξέθετο και εδογμάτισε περί της Ορθοδόξου Πίστεως, κατά κράτος δε ανέτρεψε τα δόγματα των αιρετικών εκείνων, οίτινες εφλυάρουν μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν και θέλησιν εν τω προσώπω του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του Θεού ημών. Επειδή δε οι θεοστυγείς εκείνοι εμάχοντο κατά της αληθείας και εσπούδαζον να ανασκευάσωσι τα των θείων Πατέρων θεόπνευστα δόγματα, τούτου ένεκα ο μακάριος Λέων, καμφθείς υπό της παρακλήσεως, την οποίαν απηύθυναν προς αυτόν όλοι οι Πατέρες, μετεχειρίσθη επί πολλάς ημέρας νηστείαν, αγρυπνίαν και προσευχήν· όθεν, εμπνευσθείς υπό του ζωοποιού Πνεύματος, εγγράφως εξέθετο και ώρισε δια τα τότε ζητούμενα. Ανεκήρυξε δε καθαρώς δύο φύσεις και δύο ενεργείας και θελήσεις επί Χριστού του Θεού ημών και ταύτα έστειλε δι’ επιστολής προς τον αοίδιμον Πατριάρχην Φλαβιανόν, ταύτην δε την επιστολήν δεξάμενον το πλήθος των εν τη Χαλκηδόνι συνηθροισμένων Αγίων Πατέρων των συγκροτούντων την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, εθεώρησε ταύτην ως στήλην Ορθοδοξίας και επίστευσεν, ότι αυτή εξήλθεν ως εκ στόματος του Θεού· όθεν, επικυρώσασα ταύτην η Αγία εκείνη Σύνοδος, αντέστη με περισσότερον θάρρος εναντίον του πλήθους των τε Μονοφυσιτών και των Μονοθελητών και διέλυσε τας πολυπλόκους τούτων μηχανορραφίας. Και η μεν Αγία εκείνη Σύνοδος μετά ταύτα διελύθη, ο δε θεσπέσιος Λέων, μείνας έτι εν τη παρούση ζωή μέχρι του έτους υοα΄ (471) και ως φωστήρ δια των αρετών διαλάμψας, εις γήρας βαθύ προς Κύριον εξεδήμησε. 

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Του Αγίου Νεομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Βυζαντίου

Τη αυτή ημέρα ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Βυζαντίου, του εν Μυτιλήνη μαρτυρήσαντος κατά το έτος 1795 και αγχόνη τελειωθέντος.                                                                                         

Θεόδωρος ο ένθερμος της Ορθοδόξου πίστεως Νεομάρτυς και Αθλητής του Χριστού προθυμότατος, κατήγετο εκ του Νεοχωρίου του Βυζαντίου, εγεννήθη δε κατά το έτος αψοδ΄ (1774) επί της βασιλείας του Σουλτάν Μαχμούτ. Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβέστατοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Χατζή Αναστάσιος, η δε μήτηρ του Σμαραγδή. Εφαίνετο δε εις τούτον ως άνωθεν προωρισμένον το όνομα Θεόδωρος, διότι η μεγάλη προς τα θεία θερμότης του τον εφώτιζεν, ώστε από μικρόν παιδίον να είναι προσηλωμένος εις τον φόβον του Θεού και εις τα ιερά γράμματα, τα οποία και έμαθεν· έμαθε δε και την ζωγραφικήν τέχνην από ευσεβή τινα Χριστιανόν με τον οποίον ειργάζετο εις τα βασιλικά παλάτια. Βλέπων δε ο μισόκαλος διάβολος την προς τα θεία σταθεράν πίστιν και αφοσίωσίν του και αυξανομένην καθημερινώς την αρετήν του και εδραιουμένην εις την θείαν επίγνωσιν και μη υποφέρων και την καθημερινήν προσευχήν και κανονικήν νηστείαν του, εφθόνησε και ήρχισε να ρίπτη εις την αγαθήν καρδίαν αυτού σπόρον φιληδονίας και μετατροπήν επιγνώσεως και να στρέφη την προσοχήν του προς εκείνας τας αγαρηνάς σωματικάς τρυφάς, δόξας και πολυτελείας, τας οποίας ο μισόκαλος ούτος παρέστησεν ως δόλον επιγνώσεως· ως άνθρωπος δε απατηθείς, έπεσεν εις την παγίδα αυτού του αποστάτου διαβόλου και σκοτισθείς τον νουν, ηρνήθη, φευ! Τον Ιησούν Χριστόν και εδέχθη το βδελυρόν εκείνο της θρησκείας του Μωάμεθ σύμβολον, ήτοι την ψευδοπεριτομήν της ακροβυστίας και ως τοιούτος έμενεν εις τα βασιλικά παλάτια τρία έτη, όπου εδιδάσκετο τας βδελυράς και απατηλάς μυθολογίας, τας οποίας εκείνος ο πλάνος επενόησε. Συγχρόνως έλαβε και βασιλικάς δόξας, τιμάς, πλούτη μεγάλα και οφφίκια· όθεν δεν ήτο πλέον μικράς τάξεως άνθρωπος, αλλ’ εις των ενδόξων και μεγάλης τιμής ανθρώπων του βασιλικού παλατίου· ήλπιζε δε, με την πρόοδον του καιρού, εις ανώτερον μέλλον φθερτόν, αντί της ζώσης και αθανάτου ζωής. Μετά πάροδον τριών ετών έπεσεν εις την Πόλιν πανώλης ακόμη και εις αυτά τα παλάτια του Σουλτάνου και καθημερινώς έβλεπεν ότι απέθνησκον αδιακρίτως πάσης τάξεως άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και πένητες, όθεν εκυριεύθη από φόβον. Συνήλθε λοιπόν εις τον εαυτόν του και εσυλλογίσθη το κακόν της αρνήσεως· και τότε ερριζώθη εις την καρδίαν αυτού ο φόβος του Θεού. Όθεν ηρνήθη ευθύς όλας εκείνας τας μεγάλας τιμάς και δόξας της των Αγαρηνών θρησκείας και την εξουσίαν της βασιλείας των και έκλινεν εις μετάνοιαν, επιμόνως δε και με διακαή πόθον εζήτει τρόπον να φύγη. Ο φόβος ούτος εδόθη παρά Θεού ως μέσον μετανοίας κατά την προφητικήν ρήσιν· «Μη θελήσει θελήσω τον θάνατον του ανόμου, λέγει Κύριος, ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς, και ζην αυτόν» (Ιεζεκ. ιη: 23), και την αποστολικήν τοιαύτην· «Τούτο γαρ καλόν και αποδεκτόν ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. Β: 3-4). Διότι, δια να καταφρονήση όλας εκείνας τας μεγάλας τιμάς και δόξας, τα πλούτη και τας πολυτελείς τρυφάς και την βασιλικήν εξουσίαν και δια να θραύση εκείνους τους διττούς δεσμούς της αρνητικής ομολογίας του και αποφασίση άλλην αμετάτρεπτον ομολογίαν μετανοίας, ήτο ανάγκη να δοθή εν τοιούτον μέσον άνωθεν και μία ουράνιος και πολύ δραστηρία δύναμις, δια της οποίας να καταβάλη και νικήση τας δυσκαταμαχήτους δυνάμεις του αποστάτου διαβόλου και θραύση γενναίως τα δεσμά εκείνα της ψευδοπεριτομής του, επειδή δεν ήτο δυνατόν, απλώς και ως έτυχε, να έλθη μόνος εις τοιαύτην μετάνοιαν, ούτε άλλος άνθρωπος ηδύνατο να τον καταπείση να αποσπασθή απ’ εκείνην την σατανικήν ματαιότητα των προσκαίρων και φθαρτών αγαθών. Λοιπόν, σεληνόφωτόν τινα νύκτα απεπειράθη ν’ αποσπασθή από τους αθλίους εκείνους Αγαρηνούς· αλλ’ η φυγή αυτού εματαιώθη και δεν έγινε κατ’ ευδοκίαν Θεού. Διότι αποφασίσας να αναχωρήση έπεσεν από μέρος τι υψηλόν, δια να δυνηθή να φύγη· επειδή όμως ηκούσθη ο κτύπος, έτρεξαν παρευθύς τινές των εκεί Αγαρηνών και ευρόντες αυτόν τον επανέφεραν εντός του παλατίου. Μετά πάροδον ολίγων ημερών ανεκοίνωσε τον σκοπόν του εις Χριστιανόν τινα, γουναράν το επάγγελμα, όστις εσύχναζεν εκεί και τον παρεκάλεσε να του δώση ναυτικήν τινα ενδυμασίαν, δια νατην φορέση και να φύγη. Όταν δε χωρίς να αντιληφθή κανείς έλαβε την στολήν, εζήτει έκτοτε ευκαιρίαν να φύγη. Ενώ λοιπόν ημέραν τινά έτρωγον οι Αγαρηνοί, οίτινες τον εγνώριζον, έκαμε τον σταυρόν του, επήρε τα ενδύματά του και επήγεν εις τόπον παράμερον, εκεί εξεδύθη τα λαμπρά ενδύματα και τας γούνας τας οποίας εφόρει και εφόρεσε τα Χριστιανικά, εμαύρισε το πρόσωπόν του, έδεσε το μέτωπόν του με εν λερωμένον μανδήλιον και επήρεν εις τον ώμον του μίαν στάμναν· ποιήσας δε εις τον εαυτόν του το σημείον του Σταυρού, εξήλθεν από εκείνον τον κατηραμένον οίκον, επέρασεν εμπρός από τους φύλακας της αυλής, κατέβη εις την θάλασσαν και εισελθών εις πλοίον μικρόν επήγεν εις την οικίαν θείας του τινός. Ύστερον από ολίγας ημέρας, χρισθείς ο καλός Θεόδωρος δι’ αγίου Μύρου, ανεχώρησεν εκείθεν με πολλούς κόπους και φόβους και κατέφυγεν εις Χίον, όπου έμεινεν ημέρας τινάς πλησίον πνευματικού τινος πατρός. Αναγινώσκων δε κατανυκτικά βιβλία και τα Μαρτύρια των Αγίων και πολύ περισσότερον των Νέων Μαρτύρων, ήλθεν εις αμετάτρεπτον απόφασιν μετανοίας και εστέναζε δια το κακόν της αρνήσεώς του· ακολούθως εξωμολογήθη δις και τρις με γενικήν και λεπτομερή εξομολόγησιν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας έπραξεν ως άνθρωπος καθ’ όλην την ζωήν του, χωρίς να λησμονήση καμμίαν και συγχρόνως εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ήρχισε δε να ποθή και να επιζητή το Μαρτύριον. Επειδή δε ήκουε και το γενναίον Μαρτύριον και τας αριστείας του προ αυτού μαρτυρήσαντος Αγίου Πολυδώρου, ηύξανε καθημερινώς η προς την μετάνοιαν κατάνυξίς του και ο πόθος του Μαρτυρίου. Τότε ηύξησαν οι λογισμοί και οι πειρασμοί του μισοκάκου διαβόλου και αφ’ ενός εκ τούτου στενοχωρούμενος, αφ’ ετέρου δε εκ του πόθου του Μαρτυρίου φλεγόμενος, επεθύμει πότε να ευρεθή τρόπος να τελειώση το ποθούμενόν του και απαλλαχθή της κοσμικής ματαιότητος. Συνεργούντος λοιπόν του Θεού, ευρέθη ζηλωτής τις αδελφός, όστις τον συμπαρέλαβε και τον μετέφερεν εις τόπον παράμερον και εκεί διέμενον και εδέοντο του Θεού, κοινώς και κατ’ ιδίαν, δια να οδηγήση αυτούς εις το Άγιον αυτού θέλημα· ο δε αδελφός, κινούμενος από αγάπην, συνέθεσε δι’ αυτόν τη ευχήν ταύτην· Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός της αθλίας μου ψυχής, μη βδελύξη με τον αμαρτωλόν, αλλ’ ενδυνάμωσον την ασθενή και πεπωρωμένην καρδίαν μου, θέρμανον αυτήν εις τον έρωτα υπέρ του Μαρτυρίου, ίνα ως ηρνήθην Σε, τον πλάστην μου και ευεργέτην, χωρίς να με βιάση τις και εγενόμην δούλος του μιαρού διαβόλου και παίγνιον των δαιμόνων και υπέκυψα εις την εξουσίαν, υποταγήν και θέλησιν αυτών, ούτω πάλιν, δια της Σης Χάριτος και της ανυπερβλήτου μακροθυμίας, δι’ ης βοηθούμενος διέφυγον τας παγίδας αυτών, αξιώσης με, τον ελεεινόν και ανάξιον, της κλήσεως των Χριστιανών και της αιωνίου μακαριότητός σου· μη με βδελύξη τον ταπεινόν σου δούλον, μονογενές Υιέ του Θεού, αλλά παράλαβέ με εν τω χορώ των Μαρτύρων σου και αξίωσόν με τυχείν αφέσεως παρ’ αυτών». Μετά την ευχήν ταύτην επεκαλείτο την βοήθειαν και μεσιτείαν της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων Μαρτύρων και ιδίως του Αγίου Μάρτυρος Πολυδώρου· αυτήν την ευχήν εδέχθη ο Αθλητής ούτος ως βοηθητικόν μέσον και όπλον ακαταμάχητον της μαρτυρικής κλήσεώς του και αυτήν έλεγε συχνά με μεγάλην και κατανυκτικήν ευλάβειαν, συχνότερα δε έλεγεν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αρνητήν σου, οδήγησόν με και φώτισόν με εις οδόν μετανοίας· ζήτησόν με τον πεπλανημένον, ως το απολωλός πρόβατον, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου και δέξαι με ως τον ληστήν, ως την πόρνην και ως τον άσωτον υιόν και κατάταξόν με εν ταις σκηναίς των Δικαίων». Αυταί αι ευχαί έδωσαν μεγάλην κατάνυξιν εις την καρδίαν του Μάρτυρος και ένθερμον αφοσίωσιν εις τον πόθον του Μαρτυρίου τόσον, ώστε εζήτει επιμόνως και έλεγεν εις εκείνον τον ζηλωτήν αδελφόν· «Πάτερ, να ετοιμασθώμεν, διότι είναι καιρός πλέον να υπάγωμεν δια την υπόθεσίν μας». Εις αυτήν την φλογεράν κατάνυξιν και απόφασιν ευρισκομένου του Μάρτυρος έφθασε και ο πρώτος του πνευματικός πατήρ και αφ’ ου του έκαμαν πολλάς και ποικίλας δοκιμασίας και οι δύο και είδον ακλόνητον και στερεάν την γνώμην του, απεφάσισαν την οδόν του Μαρτυρίου· και ο μεν ζηλωτής αδελφός να συντροφεύση τον Μάρτυρα μέχρι της Μυτιλήνης και να τον παρηγορή κατά την οδόν, ο δε πνευματικός του, αφ’ ου τους συνεβούλευσε τα δέοντα και τους απέστειλεν, έμεινεν εις την Χίον. Κατά την νύκτα όμως εκείνην, ο ευλογημένος Θεόδωρος εδοκίμασε μέγαν αγώνα λογισμών ακαθαρσίας και βλασφημίας και συχνά εξύπνα την νύκτα τον αδελφόν και του έλεγεν· «Αχ, Γέροντά μου, τι να κάμω; Δεν με λυπείσαι τον δυστυχή, με έφαγον οι λογισμοί, τον ταλαίπωρον». Εκείνος τον παρηγόρει όσον ηδύνατο. Αλλ’ ο Μάρτυς πάλιν του έλεγεν· «Άγιε μου Γέροντα, ας υπάγωμεν το γρηγορώτερον δια να ελευθερωθώ από τον σατανάν, διότι με κατατρώγει τον δυστυχή· θέλω να υπάγω εις τον Χριστόν μου, να υπάγω το ταχύτερον»! Έως δε να φθάσουν εις την Μυτιλήνην το σώμα του ευλογημένου Θεοδώρου από την αδυναμίαν ανέλυσεν. Όταν δε έφθασαν, εισήλθον εις το πλοίον δύο Αγαρηνοί και τους εφόβισαν πολύ, μετ’ ολίγην όμως ώραν έφυγον χωρίς να τους πειράξωσι. Τότε ο Μάρτυς λέγει προς τον αδελφόν· «Γέροντά μου, δεν είναι συμφέρον εις εμέ να καθήσω περισσότερον εντός του πλοίου, αλλά να εξέλθωμεν και να κάμωμεν την εργασίαν μας». Αμέσως τότε παρεμέρισαν ολίγον και ετοιμάσαντες μετέλαβεν τον Μάρτυρα τα θεία Μυστήρια με πολλήν κατάνυξιν και ευλάβειαν. Έπειτα όταν εκάθισαν να φάγωσιν ολίγην τροφήν, του είπεν ο αδελφός· «Φάγε ολίγον, υιέ μου Θεόδωρε». Ο δε κλαίων έφαγεν ολίγον λέγων· «Δεν δύναμαι να φάγω, διότι έκλεισεν ο λαιμός μου· να υπάγωμεν εις την οδόν μας, διότι έχω μεγάλην βάσανον εις την ψυχήν· δεν είναι καιρός να περιμένω πλέον, πρέπει να πάρωμεν τα αναγκαία ενδύματα και να απομακρυνθώμεν ολίγον παράμερα να τα φορέσω και να υπάγω εις τον δρόμον μου». Εις τόπον λοιπόν αρμόδιον ενεδύθη ο Μάρτυς τα ενδύματα των Αγαρηνών, ο αδελφός δε δια να θυλακώση το ένδυμά του εκάθησεν εις την γην· και ο Μάρτυς κλαίων και φιλών τας σεβασμίας χείρας του, έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε Γέροντα, ο Θεός να πληρώση τους κόπους σου, εγώ ο αμαρτωλός δεν είμαι άξιος». Ο δε αδελφός με δάκρυα έλεγεν· «Αδελφέ μου Θεόδωρε, μήπως σου ήλθεν εις την καρδίαν καμμία δειλία»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουχί, Πάτερ, αλλά λυπούμαι δια τον χωρισμόν σου». Εναγκαλιζόμενος δε αυτόν και καταφιλών και βρέχων τους πόδας του αδελφού με δάκρυα έλεγεν· «Άγιοι πόδες, οι οποίοι εκοπιάσατε δι’ εμέ». Ο δε αδελφός του έλεγε· «Παύσε, Θεόδωρε, εγώ έχω χρέος να σε αγαπώ, καθώς και συ ηγάπησας τον Χριστόν και δια την αγάπην του παραδίδεις τον εαυτόν σου εις θάνατον». Ο Μάρτυς του λέγει· «Εάν με αγαπάς, θέλω, μετά τον θάνατόν μου, να υπάγης να συναντήσης τους γονείς μου και να τους παρηγορήσης, καθώς παρηγόρησας και τους γονείς του Αγίου Πολυδώρου, διότι πολύ τους ελύπησα και πονεί η ψυχή μου δι’ αυτούς. Να προσκυνήσης δε και τον ιατρόν της ψυχής μου και πολλά να τον ευχαριστήσης· να ασπασθής και τον αδελφόν, ο οποίος μας υπηρέτησε». Ταύτα ακούων ο αδελφός και βλέπων το ιλαρόν αυτού πρόσωπον και τους οφθαλμούς του γέμοντας δακρύων, έκλαυσε και αυτός τότε και εναγκαλισάμενος τον Μάρτυρα και καταφιλήσας την μαρτυρικήν του κεφαλήν, του είπε· «Πορεύου, υιέ μου, την ποθουμένην οδόν σου και ο Κύριος έσται μετά σου ενισχύων σε». Και ούτως ανεχώρησεν ο Μάρτυς· αλλ’ ο αδελφός, επόνεσεν η ψυχή του και είπε· «Θεόδωρε, μήπως θέλεις τίποτε από εμέ»; Ο Μάρτυς του είπεν· «Όχι». Του λέγει ο αδελφός· «Καλότυχος και μακάριος είσαι, Θεόδωρε· ύπαγε εις οδόν ειρήνης, στρατιώτα του Χριστού· μου φαίνεται κατά αλήθειαν, ότι βλέπω τους Αγίους Μάρτυρας να σε συνοδεύουν». Τότε απεχαιρετίσθησαν και δακρυρροούντες εχωρίσθησαν. Μετά τέσσαρας ημέρας της εν Μυτιλήνη διαμονής του ο Μοναχός απήντησε δύο Χριστιανούς ερχομένους από το φρούριον και αφ' ο’ τους ηρώτησε, του είπον· «Πάτερ, σήμερον είδομεν ένα νέον, καλούμενον Θεόδωρον, όστις εμαρτύρησε δια την πίστιν του Χριστού μας· εκρέματο εις την αγχόνην και όλον το πλήθος των ανθρώπων έφριξε και εθαύμασε την ανδρείαν και σταθεράν πίστιν αυτού του νέου· ήτο εις την ηλικίαν έως είκοσι ετών». Ο δε ζηλωτής αδελφός από την χαράν του εδάκρυσε και όταν τον ηρώτησαν τους απεκρίθη· «Πράγμα ήκουσα, όπερ δεν το ήλπιζα εις τοιούτον καιρόν, ότε επλάτυνεν η κακία, να γίνονται δια τον Χριστόν Μάρτυρες». Τότε αυτοί ήρχισαν να διηγούνται εν προς εν τα μαρτύρια του Μάρτυρος Θεοδώρου. Ο καλός ούτος αδελφός μαθών ταύτα, επήγε κατά την ιδίαν ταύτην νύκτα εις το φρούριον και είδε το ιερόν μαρτυρικόν σώμα του Μάρτυρος Θεοδώρου κρεμασμένον ακόμη εις τον τόπον της καταδίκης ολόγυμνον, με τόσα μαρτυρικά στίγματα καταπληγωμένον και με τόσην Χάριν της Αγιότητος εστολισμένον και διαλάμπον, ώστε πάντες οι Χριστιανοί βλέποντες αυτό εξίσταντο και εθαύμαζον λέγοντες· «Είναι παρόμοιον κατά το είδος και την σεβασμιότητα με την Αποκαθήλωσιν του Δεσπότου Χριστού». Επήγαινον δε παρρησία νέοι και γέροντες και έκοπτον από το υποκάμισον αυτού τεμάχια, τα έβαφαν εις το αίμα του και τα ελάμβανον χάριν ευλαβείας. Τα καθέκαστα δε του Μαρτυρίου του, κατά την διήγησιν των εκεί παρόντων δύο Χριστιανών, είναι τα ακόλουθα. Την Πέμπτην ημέραν της πρώτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής παρουσιάσθη ο Μάρτυς Θεόδωρος εις τον κριτήν της Μυτιλήνης και τον ηρώτησεν, εάν αυτός είναι ο κριτής του τόπου· ο δε απεκρίθη· «Εγώ είμαι». Ο Μάρτυς του είπε θαρραλέως· «Εγώ είμαι ο Ορθόδοξος Χριστιανός Θεόδωρος, όστις προ δέκα ετών αποπλανηθείς εδέχθην και έλαβον την κίβδηλον και βδελυράν οθωμανικήν θρησκείαν σας· ήδη δε ήλθον να την αποδώσω και αναλάβω την ιδίαν μου πίστιν». Ευθύς δε εξέβαλε το σαρίκιον, το οποίον έφερεν εις την κεφαλήν του, έρριψε τούτο ενώπιον του κριτού, και εξέσχισε τα πράσινα περικαλύμματα αυτού, καταπατήσας αυτά πολλάκις προς περιφρόνησιν, εξουθένωσιν και αποστροφήν της θρησκείας αυτού. Ο κριτής εκπλαγής και βλέπων την τοσαύτην παρρησίαν αυτού του νέου ηρώτησε τους παρεστώτας· «Τις είναι ούτος»; Αυτοί δε είπον, ότι είναι φρενοβλαβής· ακούσας δε τούτο ο Μάρτυς είπεν εις τον κριτήν· «Δεν είμαι φρενοβλαβής, αλλ’ έχω σώας τας φρένας· και είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ιδού είδες και ήκουσες και έμαθες ότι είμαι Χριστιανός και ότι αρνούμαι την θρησκείαν σας· λοιπόν επιτέλεσον το ταχύτερον παν το οποίον σκέπτεσαι προς τιμωρίαν μου και είμαι έτοιμος να υπομείνω πάσαν απόφασίν σου, με την δύναμιν του Χριστού μου». Οργισθέντες τότε οι παρεστώτες επίσημοι Οθωμανοί απέστειλαν αυτόν εις την οικίαν του δεσμοφύλακος ωθούντες και μαστίζοντες αυτόν ανηλεώς· αλλ’ ούτος εις ουδέν λογιζόμενος τας τυραννίας, ωμολόγει εις τους καθ’ οδόν συναντωμένους Χριστιανούς, ότι είναι Χριστιανός και ως τοιούτος εζήτει συγχώρησιν. Ότε δε έφθασαν εις την οικίαν του δεσμοφύλακος, παρευθύς έβαλον αυτόν εις την φυλακήν και εδέσμευσαν τους πόδας αυτού, εις δε τον λαιμόν έθεσαν βαρείαν άλυσον και εισήρχοντο εντός της φυλακής οι Οθωμανοί και τον εμάστιζον χλευάζοντες αυτόν ως τρελλόν. Εις πάντας δε ωμολόγει ότι είναι Χριστιανός και έχει υγιείς και σώας τας φρένας. Την επιούσαν, ημέραν Παρασκευήν της αυτής εβδομάδος, ώραν έκτην της μεσημβρίας, έφερον τον Μάρτυρα τυραννικώς προς εξέτασιν και ηρώτων αν ήλθεν εις τον νουν του, του υπέσχοντο δε δώρα πολλά και μεγάλα και ό,τι άλλο πολύτιμον θέλει, αρκεί να έλθη εις την θρησκείαν των. Ο δε Μάρτυς απήντησεν ούτω· «Και τον νουν μου έχω υγιά και την ομολογίαν μου σταθεράν και αμετάτρεπτον· σεις είσθε μωροί και χωρίς νουν. Τι με πειράζετε και με δοκιμάζετε, ενώ ενώπιόν σας μέμφομαι και βλασφημώ την πίστιν σας; Αφήνετε σεις την πίστιν σας και γίνεσθε Χριστιανοί; Λοιπόν πως ν’ αφήσω εγώ την του ηλίου φαεινοτέραν και αγίαν πίστιν του Χριστού μου και να έλθω εις την ιδικήν σας την σκοτεινήν και άνομον, οι οποίοι κάμνετε την ημέραν νύκτα και την νύκτα ημέραν και την νηστείαν σας πολυφαγίαν καθώς κάμετε εις το ραμαζάνι σας; Αλλά και εγώ ηπατήθην και έγινα Τούρκος, τώρα όμως αντιληφθείς την απάτην και την πλάνην, εις την οποίαν υπέπεσα, μετεμελήθην και ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός· αποστρέφομαι την πίστιν σας και τον προφήτην σας, και όλους σας, και δια την αγάπην του Χριστού μου προσφέρω την ζωήν μου και καταφρονώ τα πάντα· τι με φυλάττετε και δεν με φονεύετε»; Τότε ο κριτής, ο διοικητής των γενιτσάρων και όλοι οι εκεί παρόντες εφώναζον· «Βγάλτε αυτόν έξω να μη μας κολάση». Ούτω δε δια πολλών λακτισμάτων και μαστιγώσεων έφερον τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, και έβαλον αυτόν εις τα δεσμά. Ότε δε εδέσμευον τον Μάρτυρα του έδωσαν τριακοσίας μαστιγώσεις εις τους πόδας, άφησαν δε τας θύρας της φυλακής ανοικτάς, ίνα πας Οθωμανός εισέρχεται και μαστιγώνη αυτόν. Εισήρχοντο λοιπόν οι βουλόμενοι και εμαστίγωνον τον Μάρτυρα, δέκα πέντε δε άλλοι Οθωμανοί συγχρόνως εμαστίγωνον τούτον εκατέρωθεν του σώματός του και τον εκύλιον ως άφωνον ασκόν. Υπομένων δε ταύτα πάντα γενναίως και σιωπηλώς ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς δεν έλεγεν άλλο, ειμή· «Χριστιανός είμαι». Έπειτα τον έβαλαν να καθήση, αλλά και καθημένου έδιδον εις αυτόν πολλούς ραβδισμούς, εκείνος δε ο μακάριος έθεσε την δεξιάν παλάμην της χειρός του απί του τραχήλου, όπως τιμωρηθή και το δάκτυλον εκείνο, δια του οποίου εγένετο η κατάδειξις της αρνήσεώς του. Μετά ταύτα έβαλον εις τους κροτάφους της κεφαλής αυτού δύο κεράμους προσδέσαντες αυτούς μετά της κεφαλής δια σχοινίου, το οποίον περιετύλιξαν πέριξ αυτής. Βαλόντες δε ξύλον εις το σχοινίον περιέστρεψαν το ξύλον ως κοχλίαν και εσφίγγετο το σχοινίον τόσον δυνατά, ώστε εξήλθον από τας κόγχας των οι βολβοί των οφθαλμών του, το δε πρόσωπόν του εστρέφετο προς τα οπίσω· αλλ’ ο του Χριστού στρατιώτης επανελάμβανε· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Όπως δε οι θηριόγνωμοι Οθωμανοί επιβάλωσιν εις τον Μάρτυρα σιωπήν, έβαλον εις το στόμα του ράβδον και έσφιγγον δυνατά τους οδόντας του· έπειτα σύροντες την ράβδον εξερρίζωναν μερικούς οδόντας του· αφού δε κατέστησαν αυτόν ημιθανή κουρασθέντες αφήκαν αυτόν εις την φυλακήν. Την πρωϊαν του Σαββάτου, μεταβάς Χριστιανός τις υπηρέτης της φυλακής, εύρε τον Μάρτυρα ψάλλοντα το «Τη υπερμάχω». Εζήτησε τότε απ’ αυτόν ο Άγιος μελανοδοχείον και αφού το έλαβεν, έγραψε προς τον Αρχιερέα, όπως του αποστείλη την θείαν δωρεάν, την οποίαν και δια του ιδίου Χριστιανού έλαβεν ο Μάρτυς. Μετά ταύτα εγεύθη και δύο κουταλιές ζυμαρικών, τα οποία εζήτησεν από τον Χριστιανόν και ευχαριστήσας αυτόν είπε· «Δεν είναι τρόπος να έλθη τις εις την φυλακήν δια παρηγορίαν μου»; Τότε ήλθον συγχρόνως αρκετοί Οθωμανοί εις την φυλακήν, οι οποίοι εξετάζοντες τον Μάρτυρα επέφερον πάλιν εις αυτόν πολλά μαρτύρια. Γεώργιος δε τις, Θεσσαλονικεύς, νέος κατά την ηλικίαν, αναγινώσκων πολλάκις τα Μαρτύρια των παλαιών Μαρτύρων, έλεγε κατ’ ιδίαν· «Άραγε είναι αληθή αυτά όλα τα Μαρτύρια; Άραγε υπέμειναν αυτοί οι Μάρτυρες τόσα βάσανα, και μάλιστα ο συνώνυμός μου Γεώργιος»; Απορών δε περί τούτων και ακούσας τας βασάνους του Μάρτυρος Θεοδώρου, είπεν εις τινα φίλον του, ότι επεθύμει να υβρισθή με τινα, ίνα φέρωσιν αυτόν εις την φυλακήν και ίδη τον Μάρτυρα. Μαθόντες τούτο οι δημογέροντες έπεμψαν τον εισπράκτορα του βασιλικού φόρου να ζητήση τον φόρον, διεμήνυσαν δε εις αυτόν να μη πληρώση, ίνα ούτω, εγκλεισθή εις την φυλακήν δια να δυνηθή να ίδη και παρηγορήση τον Μάρτυρα. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εισελθών ο Γεώργιος εις την φυλακήν, εύρεν αρκετούς Οθωμανούς, οίτινες ετυράννουν διαφοροτρόπως τον Μάρτυρα και εξήταζον αυτόν, που διέμεινε τόσα έτη, ο δε Μάρτυς έλεγεν ότι ήτο εις την Αγγλίαν· ο Καλιτζίμπασης, ήτοι ο υπαστυνόμος, του είπεν· «Οι Ιερείς της Αγγλίας σου είπον να υπάγης εκεί, όπου έγινες Οθωμανός, να γίνης πάλιν Χριστιανός»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Ναι αυτοί μου είπον». Εκείνος δε αναστενάζων μανιωδώς έλεγεν· «Αν ήτο εις χείρας μου εκείνος ο Ιερεύς, ήθελον εκβάλει από την ράχιν του αρκετάς λωρίδας· τώρα, μιαρέ, πόθεν ήλθες»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Από την θάλασσαν». Τότε εις εξ εκείνων των Οθωμανών εζήτησε να έλθη ο Οθωμανός εκείνος ο οποίος εγνώριζε να βάλη εις την κεφαλήν του Μάρτυρος σχοινίον περιστρεφόμενον, δια να τον αναγκάση να αποκρίνηται την αλήθειαν· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Δεν αισχύνεσθε δια τα αίσχη της πίστεώς σας»; Τότε αυτοί έθετον υπό την ρίνα του καπνόν και έλεγον· «Πίε καπνόν, Τσιφούτ εφένδη». Ο δε Άγιος έλεγεν· «Είμαι Χριστιανός εκ κοιλίας μητρός μου, ονομάζομαι Θεόδωρος και αποθνήσκω Χριστιανός». Εις δε εξ αυτών εκπυρώσας καπνοδοχείον έκαιε τον τράχηλον του Αγίου λέγων· «Βλασφημείς την πίστιν»; Ο δε Μάρτυς έλεγε· «Αν δεν θέλητε να βλασφημώ την πίστιν σας μήτε σεις λέγετέ τι περί της ιδικής μου αγίας Πίστεως· το σώμα μου είναι εις την εξουσίαν σας· ποιήσατε αυτό καθώς θέλετε και αν εις τεμάχια διαμελίσητε αυτό, μόλις σας επαρκεί δια να τρώγητε επί μίαν εβδομάδα. Ποιήσατε λοιπόν ό,τι σας είναι αρεστόν και πραγματοποιήσατε το ταχύτερον τον σκοπόν μου, δια να υπάγω εις τον προορισμόν μου». Εκείνοι δε έλεγον εις τον Μάρτυρα κατά την οθωμανικήν διάλεκτον· «Ο αποστείλας σε ενταύθα Ιερεύς δεν σου είπε και περί του τόπου εις τον οποίον θα υπάγη η ψυχή σου»; Ο δε μακάριος Μάρτυς απεκρίθη· «Τούτο δεν δύνασθε σεις να γνωρίζητε». Πλησθέντες τότε θυμού οι τύραννοι εμάστιζον και ηπείλουν τον Μάρτυρα· αλλ’ αυτός γενναίως και απτοήτως εζήτει την ταχυτέραν εκτέλεσιν της απειλής αυτών και την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετάβασίν του· και εκείνοι μεν θυμού πληρούμενοι ανεχώρησαν, αυτός δε έμεινε μετά του Γεωργίου, όστις καθήσας πλησίον του εζήτει ευλογίαν και συγγνώμην, καταφιλών τους πόδας του. Ο δε Μάρτυς του είπε· «Συ, αδελφέ, να με ευλογήσης· εγώ ο ταλαίπωρος είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και έχω τόσα κακά επάνω μου· έλα, αδελφέ μου, πλησίον μου». Αφού δε εκείνος εκάθησε πλησίον του, τον ηρώτησεν ο Άγιος πως ονομάζεται, απεκρίθη δε εκείνος ότι ονομάζεται Γεώργιος και ότι ήλθε δια την αγάπην αυτού. Ο Μάρτυς ευχαριστήσας αυτόν είπε· «Καλώς, εποίησες αδελφέ, και ήλθες προς παρηγορίαν μου, διότι καθ’ όλην την νύκτα ήμουν μόνος και κατά σατανικήν συνεργείαν κατέλαβε την καρδίαν μου φόβος πολύς, ώστε μικρόν να υποκύψω εις την απόγνωσιν, διότι οι Αγαρηνοί ως κύνες λυσσώντες ώρμησαν κατ’ επάνω μου». Τότε ο αγαθός Γεώργιος, υπενθυμίσας το Μαρτύριον των εις την κάμινον του πυρός ριφθέντων Αγίων Τριών Παίδων, και τα Μαρτύρια των Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου και Δημητρίου, εχαροποίησεν αυτόν· ήρχισε δε τότε ο Άγιος να λέγη την συνηθισμένην του ευχήν περί της οποίας προείπομεν. Έπειτα ερωτά τον Μάρτυρα ο Γεώργιος περί του ονόματος, του τόπου, της καταγωγής και των γονέων του και πόθεν παρεκινήθη εις το Μαρτύριον, απήντησε δε ο Μάρτυς εις όλα τα προλαληθέντα κατ’ ακρίβειαν· και ζητήσας παρ’ αυτού μελανοδοχείον και χάρτην, έγραψε προς τον Αρχιερέα του τόπου, να ειδοποιήση τον εν Χίω πνευματικόν του, συνάμα δε έγραψε και εις τους γονείς του. Εν τω μεταξύ τούτω εξήλθε φήμη, ότι προς εμπαιγμόν του Μάρτυρος πρόκειται να τον πομπεύσωσιν εις την αγοράν, να κόψωσι δε και τους πόδας αυτού εκ των γονάτων. Μαθών δε τούτο ο εκεί τοπάρχης διεμήνυσε προς τον Οθωμανόν δικαστήν λόγους ονειδιστικούς, ως αγνοούντα τον νόμον, ότι παραχρήμα με την έκφρασιν της κατά του Μωάμεθ βλασφημίας, ώφειλε να καταδικάση εις θάνατον τον Μάρτυρα και ουχί να αφήση αυτόν βλασφημούντα. Ταύτα δε μαθών ο δικαστής ανεκάλεσε τούτο. Ταυτοχρόνως εισέρχεται εις την φυλακήν οικείος τις του τοπάρχου και είπε προς τον Μάρτυρα· «Μπρε δεν δίδεις το σαλαβάτι; (τουτέστι, την μαρτυρίαν της μουσουλμανικής θρησκείας), τώρα πρόκειται να σε εκτελέσουν». Αλλ’ ο Μάρτυς υψώσας την κεφαλήν, ύβρισε και αυτόν και το σαλαβάτι και τον Μωάμεθ και την πίστιν των. Έτερος δε τις θυμωθείς έλαβε το όπλον του να κτυπήση τον Μάρτυρα, τον ημπόδισεν όμως άλλος λέγων· «Ουδεμίαν εξουσίαν έχεις συ να τον φονεύσης». Μετ’ αυτούς εισήλθον εις την φυλακήν και άλλοι πολλοί λέγοντες προς τον Μάρτυρα, ότι ήλθεν η τελευταία του ώρα. Ο δε Μάρτυς ευχαριστήσας εδόξασε τον Θεόν και ηρώτησε τον Γεώργιον τι να λέγη· αυτός δε είπε προς αυτόν· «Λέγε το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ.κγ: 42). Οι δε Αγαρηνοί τότε, ως άγριοι λύκοι, ώρμησαν κατ’ αυτού και ήρχισαν να δένωσι τας μαρτυρικάς χείρας του. Σταθείς τότε ο Μάρτυς απτόητος και τον θάνατον ως ουδέν λογιζόμενος, είπεν εις τους Αγαρηνούς· «Σταθήτε, σταθήτε» · και τότε ποιήσας τρις το σημείον του Σταυρού, έδεσε μόνος τα επιμάνικα του υποκαμίσου του επί του τραχήλου του ωσάν να ητοιμάζετο εις αγώνα πάλης, είτα είπεν εις τους Αγαρηνούς· «Δέσατε τώρα τας χείρας μου». Ότε δε έμελλον να σηκώσωσι τούτον, έσυρε τις την επί του λαιμού αυτού τεθειμένην άλυσον με τόσην βίαν, ώστε μικρόν έλειψε να κοπή ο λαιμός αυτού. Ο Μάρτυς δε, πονέσας ως άνθρωπος, εζήτησε να εκβάλωσι πρώτον τους πόδας του εκ του δεσμοξύλου, τούτου δε γενομένου ανορθωθείς έτρεχεν ο αοίδιμος εις τον τόπον της καταδίκης. Φέροντες δε αυτόν εκεί τον εμαστίγωσαν ανηλεώς και σκληρώς ρίψαντες αυτόν εις την γην ημιθανή. Εγείραντες δε πάλιν τούτον οι ασεβείς, ηρώτων τις είναι και πως ονομάζεται. Εκείνος δε, μόλις αναπνέων εκ των πολλών βασάνων, τους απεκρίνετο ότι είναι Χριστιανός, ονομάζεται Θεόδωρος και Χριστιανός αποθνήσκει. Τότε δε οι ασεβείς ούτοι έσυρον το σχοινίον της αγχόνης, αλλ’ αυτό έσπασε και ο Μάρτυς πεσών κατά γης εκτύπησεν εις το γόνατον, εκ του οποίου έρρευσεν αίμα πολύ· εις τοιαύτην δε κατάστασιν ευρισκόμενον ήγειραν οι ασεβείς Αγαρηνοί και έθεσαν πάλιν επί του λαιμού του το σχοινίον, ούτω δε έλαβεν ο μακάριος τον ποθούμενον του Μαρτυρίου του στέφανον. Το δε αίμα και αφού ενεκρώθη το μαρτυρικόν και αθλητικώτατον εκείνο σώμα έσταζεν επί τρεις ημέρας αδιακόπως εκ του γόνατος. Συνέρρεον δε τότε πανταχόθεν οι Χριστιανοί και πλησιάζοντες μετά μεγίστης ευλαβείας εις το σώμα του Μάρτυρος έκοπτον έκαστος μέρος του χιτώνος αυτού, έβαπτον αυτό εις το μαρτυρικόν αίμα και εφύλαττον αυτό εις τας οικίας των χάριν αγιασμού. Πολλοί δε εξ αυτών εκήρυττον και ωμολόγουν ότι πίνοντες εκ του απονίμματος των μαρτυρικών αιμάτων και εν κατανύξει επικαλούμενοι την αντίληψιν του Αγίου εθεραπεύοντο από διαφόρους ασθενείας. Μετά παρέλευσιν τριών ημερών, λαβόντες οι Χριστιανοί άδειαν παρά της τοπικής εκείνης εξουσίας, έλαβον το μαρτυρικόν λείψανον του Αγίου, υπέρ τους πεντήκοντα άνδρες, και εκήδευσαν αυτό με την προσήκουσαν εκκλησιαστικήν παράταξιν, ενταφιάσαντες αυτό εντός Εκκλησίας τινός κατά το μεσημβρινόν μέρος της πόλεως Μυτιλήνης κειμένης και καλουμένης Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Τούτο είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, το φρικτόν και υπερθαύμαστον Μαρτύριον του εν Αγίοις Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου. Τούτο, όστις αναγινώσκει μετ’ ευλαβείας, δεν αμφιβάλλω ότι αισθάνεται μεγάλην κατάνυξιν εν τη καρδία αυτού και θέλει δοξάζει τον εν Αγίοις θαυμαστωθέντα Κύριον· διότι ούτος έδωσε φωτισμόν και δύναμιν εις τον εικοσαετή τούτον νέον να φύγη την πλάνην και το σκότος και να κηρύξη ενώπιον των αλλοπίστων Θεόν αληθινόν τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, να στηλιτεύση δε τον αρχηγόν της πλάνης εκείνων με τόσην γενναιότητα και παρρησίαν. Και τω όντι ο νέος ούτος Μάρτυς, εν ω έδειξε τώρα τοσαύτην θαυμαστήν ανδρείαν και καρτερίαν, ότε κατ’ αρχάς μετεμελήθη δια την άρνησίν του και ήλθεν εις αίσθησιν και ήρχισε να κάμνη ως Χριστιανός τον σταυρόν του και να λέγη ψαλμούς και ευχάς, είχεν ακόμη εις την καρδίαν του τόσον φόβον θανάτου, ώστε όταν ποτέ έκαμνε κρυφίως τον σταυρόν του και τον αντελήφθη τις των απίστων, και του εφώναξε με αγρίαν φωνήν· «Μπρέ, ακόμη Χριστιανός είσαι»; Κατεκυριεύθη από τόσον υπερβολικόν φόβον, ώστε υπέστη ανίατον τι νόσημα. Αλλ’ όμως τις να μη θαυμάση και να μη βοήση μετά του Δαυϊδ το «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού (Ψαλμ ξζ: 36), όταν, αναγινώσκων τους μαρτυρικούς αγώνας του Αγίου Νέου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, βλέπη ότι αυτός ο τοσούτον δειλός πρότερον, έπειτα αφ΄ου εξήλθεν εκείθεν και απεμακρύνθη σωματικώς από τους ανόμους και εχρίσθη με το Άγιον Μύρον και συνανεστράφη μετά πνευματικών ανδρών, ότι τότε εθερμάνθη ευθύς η καρδία του και ουχί απλώς εθερμάνθη, αλλά φλοξ θείου πυρός ανήφθη εις την ψυχήν του, η οποία τον εβίαζεν ημέραν και νύκτα, καθώς ηκούσατε, να υπάγη όχι δια μιάς αλλά δια μυρίων βασάνων προς τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν; Τις λοιπόν δεν θέλει ομολογήσει, ότι τον πρώην δειλότατον τούτον νέον θεία δύναμις άνωθεν κατέστησεν έπειτα ανδρειότατον, γενναιότατον και, απλώς ειπείν, ουρανόφρονα και θεόφρονα, ώστε να πάθη προθύμως υπέρ Χριστού όσας τυραννίας οι εχθροί της πίστεως του Χριστού έπραξαν εις αυτόν; Τω όντι, όστις δεν ομολογεί ταύτην την αλήθειαν, ή εχθρός είναι της πίστεως και παντάπασιν άθεος, ή άλογος και εντελώς αναίσθητος. Το αυτό σχεδόν βλέπομεν ότι συνέβη και εις τους Αγίους Αποστόλους και Μαθητάς του Κυρίου κατά το Πάθος αυτού· διότι όντες εισέτι ατελείς και ασθενείς εκυριεύοντο υπό φόβου και άλλοι μεν εγκατέλειπον αυτόν και έφευγον, άλλοι δε τον ηρνήθησαν ως ο Πέτρος· ύστερον όμως, μετά την Ανάστασιν, ότε έλαβον το Πνεύμα το Άγιον και ενεδύθησαν την εξ ύψους δύναμιν κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, ουχί μόνον πάσαν δειλίαν και πάντα φόβον απέβαλον, αλλά μάλιστα και εδίψων τα πάθη και τους διωγμούς και αυτόν τον θάνατον δια την αγάπην του Εσταυρωμένου Διδασκάλου και Σωτήρος αυτών. Λοιπόν, Χριστιανοί αδελφοί, επειδή η πίστις ημών είναι ούτω θεία και θαυμαστή και υπερένδοξος ως βεβαιούται και εκ των μαρτυρίων των υπέρ αυτής αποθνησκόντων, ας φυλάξωμεν αυτήν ασάλευτον και σταθεράν και μέχρι αίματος αν τύχη· ας τιμώμεν αυτήν δια των έργων των αρμοζόντων εις τοιαύτην Πίστιν· ας παρακαλώμεν τους Αγίους Μάρτυρας τους αποθανόντας δι’ αυτήν, εν οις και τον σήμερον εορταζόμενον θείον Θεόδωρον, να πρεσβεύωσιν υπέρ ημών των αναξίων, προς Κύριον, ίνα ελεήση και ημάς τους κατακρίτους και αξιώση να ευαρεστήσωμεν αυτώ δια μετανοίας. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Τη αυτή ημέρα ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΥΞΙΒΙΟΥ Επισκόπου Σόλων της Κύπρου.

Αυξίβιος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από την παλαιάν Ρώμην. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι μεν, αλλά ειδωλολάτραι. Εγέννησαν δε δύο υιούς, τον μακάριον Αυξίβιον και τον Θεμισταγόραν. Ήτο δε ο ευλογημένος Αυξίβιος κατά πολύ χαρίεις και θαυμάσιος, διότι ήτο πράος καθώς ο Μωϋσής, είχε δε και τον λογισμόν σώφρονα, καθώς ο πάγκαλος Ιωσήφ και, δια να μη πολυλγώμεν, ήτο εστολισμένος από όλας τας αρετάς. Ότε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη από τον πατέρα του εις διδασκάλους και εδιδάχθη όλην την έξω σοφίαν και ότε έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν οι γονείς του ηβουλήθησαν να τον υπανδρεύσωσιν. Ο μακάριος όμως Αυξίβιος, έχων τον νουν ένθεον και τέλειον τον λογισμόν, αντέλεγεν εις τούτο, διότι ήκουσε περί του Χριστού και εμελέτα να γίνη Χριστιανός. Ακούσαντες τούτο οι γονείς του ηγανάκτουν εναντίον του και ο μεν πατήρ του απειλών τον ηνάγκαζε να υπανδρευθή, η δε μήτηρ του κολακεύουσα τον συνεβούλευε να υπακούση εις τούτο. Ιδών λοιπόν ο μακάριος Αυξίβιος την τοιαύτην αυτών προαίρεσιν, ήτις ήτο εναντία εις την ιδικήν του θέλησιν, ηβουλήθη να αναχωρήση κρυφίως από την Ρώμην. Λαβών όθεν σταθεράν απόφασιν, χωρίς να ανακοινώση εις κανένα τίποτε, αφ’ ου παρήλθον ολίγαι ημέραι, έφυγε κρυφίως από τους γονείς του και κατέβη εις τον λιμένα όπου εύρε πλοίον έτοιμον να ταξιδεύση εις την Ανατολήν και αφού αφήκεν όλα τα πάντα έλαβε μόνον ολίγα χρήματα, όσα επήρκουν δια τροφήν, και αναβάς εις το πλοίον ανεχώρησε. Μετ’ ολίγας ημέρας έφθασεν εις χωρίον τι της Κύπρου καλούμενον Λιμνήτην, το οποίον απείχε περί τα τέσσαρα μίλια από της πόλεως των Σόλων. Εις τον τόπον αυτόν ωδήγησεν η θεία Πρόνοια τον μακάριον δια να σωθούν δια μέσου αυτού πολλαί ψυχαί, διότι εκεί εύρεν αυτόν ο Απόστολος Μάρκος ο Ευαγγελιστής, όστις τον ηρώτησεν από ποίαν χώραν είναι και εκείνος του απεκρίθη· «Είμαι από την Ρώμην και ήλθα εδώ δια να γίνω Χριστιανός». Αφού είδεν ο Απόστολος Μάρκος, ότι είχε πόθον εις τον Χριστόν και ότι ήτο πιστός και λόγιος, αφ’ ου τον κατήχησεν αρκετά και τον εδίδαξε τον περί της αληθείας λόγον του Θεού, τον εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· μετά δε ταύτα, βαλών επάνω εις την κεφαλήν του τας χείρας του, έδωκεν εις αυτόν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος και τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον. Αφού δε τον εδίδαξε πως πρέπει να κηρύττη το Ευαγγέλιον του Χριστού, τον απέστειλεν εις την πόλιν των Σόλων, παραγγέλλων εις αυτόν ταύτα· «Επειδή η πόλις είναι πλήρης ειδώλων και οι κάτοικοι αυτής ακόμη δεν εδιδάχθησαν τον λόγον του Θεού, αλλ’ ευρίσκονται εις το σκότος της πλάνης των ειδώλων, να κάμης τούτο όπου σου λέγω· κατ’ αρχάς, όταν υπάγης εκεί, να μη γνωρίζη κανείς ότι είσαι Χριστιανός, αλλ’ υποκρίσου ότι ακολουθείς την θρησκείαν εκείνων· αφού δε παρέλθη ικανός καιρός, άρχισε να συνδιαλέγεσαι μετ’ αυτώ κεκαλυμμένως ως να ομιλής με μωρά βρέφη, και να τρέφης αυτούς, ως δια γάλακτος, με απλουστέραν διδασκαλίαν, έως ότου γίνουν τέλειοι και τότε να λάβουν στερεάν τροφήν, δηλαδή να ακούσουν τελειοτέραν διδασκαλίαν». Αφού λοιπόν ο θείος Απόστολος είπε προς τον Αυξίβιον ταύτα και άλλα τοιαύτα περισσότερα, ασπασάμενος αυτόν, απέλυσεν εν ειρήνη· ευρών δε πλοίον από την Αίγυπτον ο Ευαγγελιστής Μάρκος επεβιβάσθη εις αυτό και ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν, ένθα εκήρυττε το Ευαγγέλιον, διδάσκων τα περί της Βασιλείας του Θεού. Ο δε μακάριος Αυξίβιος, αναχωρήσας από τον Λιμνήτην, ήλθεν εις τους Σόλους. Πλησίον δε των πυλών της πόλεως, κατά το δυτικόν μέρος, ήτο ναός του ψευδωνύμου θεού των Ελλήνων Διός, εις τον οποίον διέμενεν ιερεύς τις των ειδώλων. Ότε λοιπόν διέβαινεν εκείθεν ο μακάριος Αυξίβιος, ως είδεν αυτόν ο ιερεύς και αντελήφθη ότι ήτο ξένος, τον εκάλεσεν εις την οικίαν του και τον εφιλοξένησε με φιλοφροσύνην. Έμεινε λοιπόν ο Αυξίβιος πλησίον εις αυτόν την ημέραν εκείνην. Κατά δε την επομένην ηρώτησεν ο ιερεύς πόθεν ήτο και δια ποίαν αιτίαν επήγεν εκεί. Ο δε θείος Αυξίβιος του απεκρίθη ότι ήτο από την Ρώμην και θέλων να υπάγη εις την Παλαιστίνην δια τινα υπόθεσιν, κατήντησεν εις τον Λιμνήτην, ότε μαθών περί της πολιτείας ταύτης, ότι είναι καλή η κατοίκησίς της, ήλθε δια να κατοικήση εις αυτήν μετά χαράς· προσέθεσε δε και τα εξής· «Όμως σε παρακαλώ, κύριέ μου, να κάμης έλεος δι’ εμέ, όπως μείνω πλησίον σου μερικάς ημέρας, έως ότου να εύρω τόπον να κατοικήσω». Λέγει δε ο ιερεύς προς αυτόν· ¨Μένε μετ’ εμού υγιαίνων». Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Αυξίβιος εις τον τόπον εκείνον ικανόν χρόνον, χωρίς να φανερώση εις κανένα ότι είναι Χριστιανός, αλλ’ υπεκρίνετο, ότι ηκολούθει την θρησκείαν των Ελλήνων, συλλογιζόμενος καθ’ εαυτόν, ότι εάν ο διάβολος μετασχηματίζεται εις Άγγελον φωτός, δια να σύρη εις τον εαυτόν του εκείνους, οι οποίοι πείθονται εις αυτόν και δια μέσου των καλών και ευαρέστων λόγων να τους φέρη από το φως εις το σκότος, καθώς κάμνουν και οι υπηρέται και ακόλουθοι αυτού, πόσω μάλλον ημείς πρέπει να μετασχηματίζωμεν τον εαυτόν μας ως τους ομοιοπαθείς ανθρώπους, δια να τους αφαρπάσωμεν από την εξουσίαν του σκότους και του διαβόλου και να τους μεταφέρωμεν εις το θαυμαστόν φως της επιγνώσεως του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού! Ταύτα δε διανοούμενος και πράττων ο δούλος του Θεού Αυξίβιος, έμεινεν εις τον προειρημένον τόπον. Αφ’ ου παρήλθον ημέραι τινές, λέγει προς τον ιερέα· «Κάτι σπουδαίον έχω να σου είπω, αδελφέ». Ο δε ιερεύς του λέγει· «Ειπέ». Λέγει τότε προς αυτόν· «Διατί λατρεύετε και προσκυνείτε ως θεούς τα είδωλα, τα οποία είναι ξύλα και λίθοι αναίσθητοι, αφού έχοντα στόμα δεν ομιλούν και οφθαλμούς έχοντα δεν βλέπουν και ώτα έχοντα δεν ακούουν, ούτε οσφραίνονται εις τας θυσίας, τας οποίας προσφέρετε εις αυτά. Εκείνον δε τον οποίον σέβονται και πιστεύουν οι Χριστιανοί, αυτός είναι Θεός αληθινός, καθώς ήκουσα από μερικούς Χριστιανούς, διότι και θαύματα έκαμε πολλά, καθώς ακούω και πολλάς δυνάμεις και ιατρείας». Ταύτα ακούσας ο ιερεύς κατενύχθη από τους λόγους του Αυξιβίου και δεν εθυσίαζε πλέον εις τα είδωλα, αλλ’ από τότε και εις το εξής εδιδάσκετο από τον μακάριον Αυξίβιον τα περί της πίστεως του Χριστού. Με τούτον τον τρόπον έμεινεν ικανόν καιρόν εις τον τόπον εκείνον ο θείος Αυξίβιος, μετέβαινε δε κρυφίως εις την πολιτείαν όπου εδίδασκε κεκαλυμμένα και πάλιν ανεχώρει και εξερχόμενος έμενεν εις τον προειρημένον τόπον του ναού του Διός. Ότε λοιπόν διέτριβεν ο Αυξίβιος εις εκείνον τον τόπον, ο Απόστολος Μάρκος εκήρυττεν εις την Αλεξάνδρειαν το Ευαγγέλιον του Χριστού και αφ’ ου επίστευσαν πολλοί και εβαπτίσθησαν, ανεχώρησεν εκείθεν δια να ζητήση τον Απόστολον Παύλον· και ευρών αυτόν και προσκυνήσας τον εδέχθη ο Παύλος μετά χαράς μεγάλης. Ο Απ. Μάρκος τότε του διηγήθη τα περί του Αποστόλου Βαρνάβα και πως ετελείωσε τον δρόμον τον καλόν μαρτυρήσας εις την Σαλαμίνα της Κύπρου. Έμεινε λοιπόν ο Απ. Μάρκος με τον Απ. Παύλον έως τον καιρόν της τελευτής του. Ότε δε έμαθε ο θείος Παύλος τον μαρτυρικόν θάνατον του Απ. Βαρνάβα και ότι δεν ήτο εις την Κύπρον κανείς από τους Αποστόλους, δια να κηρύττη το Ευαγγέλιον του Χριστού, απέστειλε τους Επαφράν και Τυχικόν και άλλους τινάς προς τον Ηρακλείδην, τον Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου, γράψας προς αυτόν, όπως καταστήση τον Επαφράν Επίσκοπον εις την Πάφον και τον Τυχικόν εις την Νεάπολιν και εις εκάστην πόλιν άλλους, να αναζητήση δε εις την πόλιν των Σολίων και Ρωμαίον τινά ονόματι Αυξίβιον, τον οποίον να εγκαταστήση εις τους Σόλους, αλλά να μη τον χειροτονήση Επίσκοπον, διότι είχε χειροτονηθή πρότερον υπό του Αποστόλου Μάρκου. Ευθύς ως έλαβε τα γράμματα του θείου Παύλου ο μακάριος Ηρακλείδης και ανέγνωσεν αυτά, αμέσως, άνευ αργοπορίας, εξετέλεσεν όσα τον επρόσταζεν. Ελθών λοιπόν εις την πόλιν των Σολίων και αναζητήσας εύρε τον μακάριον Αυξίβιον, εις τον τόπον τον αποκαλούμενον του Διός και ασπασάμενοι ο εις τον άλλον λέγει ο μακάριος Ηρακλείδης·  «Τέκνον Αυξίβιε, είμαι απεσταλμένος από τους Αποστόλους του Χριστού να σου είπω: έως πότε θα κρύπτης τον λύχνον υπό τον μόδιον και δεν τον τοποθετής επάνω εις την λυχνίαν του Σταυρού, δια να λάμπη εις τους κατοικούντας εις την πόλιν ταύτην; Έλα λοιπόν, φώτισον τους εσκοτισμένους από την πλάνην των ειδώλων· γενού κήρυξ της μετανοίας. Έως πότε θα κρύπτης το αργύριον, το οποίον έλαβες από τον Κύριόν σου; Κέρδισον εις αυτό επταπλασίονα· αγωνίσου να ακούσης και συ, «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω» (Ματθ. κε: 21). Δεν ήκουσας την θείαν Γραφήν, ήτις λέγει, ότι «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι»; (Ψαλμ. ρκε΄ 5). Σπείρον τον λόγον του Θεού εις τον χειμώνα τούτον της ειδωλολατρίας, όστις είναι τώρα εις την πόλιν ταύτην, δια να θερίσης καρπόν πολύν και με αγαλλίασιν της ψυχής και ειρήνην· μη φοβηθής από εκείνους, οι οποίοι φονεύουν το σώμα, αλλά φοβήθητι τον Θεόν, όστις δύναται να απολέση και να κολάση και ψυχήν και σώμα, μέσα εις την γέενναν· διότι αυτός είπεν· «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι: 16). Και πάλιν είπεν· «Και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού… Όταν δε παραδώσωσιν υμάς, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσητε» (Ματθ. ι: 18-19). Διότι το Άγιον Πνεύμα θέλει διδάξει υμάς εκείνα τα οποία πρέπει να ομιλήσετε. Ταύτα ειπών ο θείος Ηρακλείδης, παραλαβών τον Άγιον Αυξίβιον εισήλθεν εις την πόλιν και ευχηθείς εχάραξεν εις την γην το σχέδιον της Εκκλησίας, ήτις ήτο μικρά μεν κατά το μήκος, μεγάλη δε κατά την Χάριν του Χριστού· έπειτα, διδάξας αυτόν όλον τον Εκκλησιαστικόν κανόνα και την τάξιν καθώς και αυτός εδιδάχθη από τους Αγίους Αποστόλους, παρέδωκεν αυτόν εις τον Κύριον και ασπασάμενος αυτόν επήγεν εις την ιδικήν του πόλιν. Τότε ο μακάριος Αυξίβιος ευθύς, χωρίς αργοπορίαν, ήρχισε να οικοδομή την Εκκλησίαν και ρίψας τον εαυτόν του εις το έδαφος προσηύχετο μετά δακρύων λέγων· «Θεέ Παντοκράτορ, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτή· ο πλάσας τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης και τιμήσας αυτόν δια της ιδικής σου εικόνος, φθόνω δε του διαβόλου απατηθέντα και νεκρωθέντα δεν απεστράφης εις τέλος, Αγαθέ, αλλά απέστειλας ημίν τον Μονογενή σου Υιόν επί σωτηρία του γένους ημών. Κύριε Ιησού Χριστέ, ο επί του Τιμίου Σταυρού θριαμβεύσας τας αρχάς και τας εξουσίας του διαβόλου· ο δους εις τους Αγίους σου Αποστόλους δύναμιν εξ ύψους και εξουσίαν «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι: 19), δυνάμωσον και εμέ τον Σον ικέτην και δος μοι μετά παρρησίας κηρύξαι τον Σον λόγον· έμβαλον, Δέσποτα, τον Σον φόβον εις την καρδίαν του λαού τούτου· φώτισον αυτούς δια της Σης Χάριτος, όπως, επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου, επιγνώσωνται Σε τον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν. Ενοίκησον, Δέσποτα, το Άγιόν σου Πνεύμα εις τον Άγιον Ναόν τούτον τον οικοδομηθέντα επί τω ονόματί σου τω Αγίω. Εδραίωσον αυτόν ασάλευτον εν τη Ση πίστει, έως της συντελείας του αιώνος· διότι Συ Κύριε είπας· «Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). Επίστρεψον, Κύριε, την πλανωμένην ποίμνην σου επί την Αγίαν σου ταύτην μάνδραν, ο ποιμήν ο καλός, ο την ψυχήν σου θεις υπέρ των προβάτων. Έκτεινον την παντοδύναμον δεξιάν σου, τον βραχίονά  σου τον υψηλόν και φοβερόν και, τη βακτηρία του Τιμίου σου Σταυρού, αποδίωξον τον λύκον τον αιμοβόρον εκ της Σης αγέλης, Δέσποτα· τους πλανωμένους επισυνάγαγε, ίνα γένηται μία ποίμνη, εις ποιμήν. Άνοιξον δε καμοί θύραν του λόγου δια της ευσπλαγχνίας σου, εν τω εκτείνειν την χείρα μου εις σημεία και τέρατα, δια του Αγίου ονόματός Σου και του Μονογενούς σου Υιού Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών· μεθ’ ου σοι πρέπει δόξα, τιμή και κράτος συν τω Αγίω και Ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφ’ ου ετελείωσε την προσευχήν εσηκώθη από το έδαφος της γης και μεταβάς εις δημόσιον τόπον της πόλεως ήρχισε να διδάσκη τα περί της Βασιλείας του Θεού· συνήχθη δε λαός πολύς εις αυτόν και εδίδασκεν εις αυτούς λέγων· «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατέ μου και πιστεύσατε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον οποίον εγώ κηρύττω· διότι αυτός είναι Σωτήρ και Λυτρωτής πάντων των πιστευόντων εις αυτόν· λάβετε φως γνώσεως· υψώσατε τους οφθαλμούς της διανοίας σας· απέχετε από της λατρείας της ψευδωνύμου θρησκείας των ειδώλων και γνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν όλων των όντων τον δυνάμενον να σώση τας ψυχάς ημών». Ταύτα διδάσκων και κηρύττων, παρρησία εις όλους, κατέπεισε πολλούς να αφήσωσι την ματαίαν πλάνην των ειδώλων και να πιστεύσωσιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δια μέσου της καλής διδασκαλίας του. Εδόθη δε εις αυτόν και Χάρις από τον Θεόν να ιατρεύη τους ασθενείς και να αποδιώκη τα δαιμόνια· καθ’ εκάστην δε ημέραν ηύξανεν ο λαός, όστις επίστευεν εις τον Κύριον και εβαπτίζοντο εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών. Όσοι δε είχον ασθενείς τους έφερον εις τον ευλογημένον Αυξίβιον και ως έθετεν επάνω εις αυτούς τας χείρας του, τους ιάτρευεν επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ακούσαντες ταύτα οι χωρικοί, οίτινες κατώκουν εις όλα τα περίχωρα, ήρχοντο εις την πόλιν, φέροντες μαζί των όλους τους ασθενείς, τους οποίους πάντας εθεράπευε δια της επικλήσεως της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος και πιστεύοντες εβαπτίζοντο. Ήτο δε και τις από το χωρίον Σαλαποτάμιον, Αυξίβιος και αυτός ονομαζόμενος, ο οποίος, ως ήκουσε περί του μακαρίου Αιξιβίου και της διδασκαλίας του και περί της αρετής του, ήλθε προς αυτόν και έπεσεν εις τους πόδας του παρακαλών αυτόν και λέγων· «Πάτερ, δος μοι την εν Χριστώ σφραγίδα», το Άγιον δηλαδή Βάπτισμα. Αφ’ ου δε τον κατήχησεν ο Άγιος και τον εδίδαξε περί του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τον εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Έμεινε δε ο Αυξίβιος ούτος μετά του Αγίου Αυξιβίου καθ’ όλον τον καιρόν της ζωής του, διδασκόμενος από αυτόν, έγινε δε και αυτός θαυμαστός άνθρωπος προκόπτων με την σοφίαν και χάριν του Θεού, ηκολούθει τα ίχνη του καλού διδασκάλου και επορεύετο με τον φόβον του Θεού μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλόν του. Εν μια δε των ημερών εξήλθεν ο Αυξίβιος, ο μαθητής του Αγίου, μακράν της χώρας κατά το μέρος της Ανατολής εις τόπον καλούμενον Ταρίχου δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Εκεί, υπό την σκιάν δένδρου τινός εκάθησε και αναπεσών εκοιμήθη· και ιδού πλήθος μυρμήκων ήλθον τριγύρω εις την κεφαλήν του και εσχημάτισαν είδος στεφάνου. Τούτο συνέπεσε να ίδη ο Άγιος Αυξίβιος ευρεθείς τότε εκεί· όθεν εθαύμασε και το διεφύλαξεν εις την ψυχήν του εννοήσας, ότι το γένος των μυρμήκων φανερώνει την προθυμίαν αγαθών έργων, καθώς τούτο λέγει ο Σολομών· «Ίθι προς τον μύρμηκα, ω οκνηρέ, και ζήλωσον ιδών τας οδούς αυτού» (Παροιμ. στ: 6). Ο δε στέφανος προεμήνυε την αξίαν της αρχιερωσύνης· διότι έμελλεν ο μαθητής να καθήση εις τον θρόνον του διδασκάλου του, εξυπνήσας δε αυτόν εισήλθεν εις την Εκκλησίαν. Ο δε μαθητής υπετάσσετο εις τον διδάσκαλον κατά πάντα και υπηρέτει αυτόν, ως καλός υπηρέτης, όστις δουλεύει εις τον κύριόν του. Ο δε μακάριος Αυξίβιος δεν έπαυεν από του να παρακαλή τον Θεόν νύκτα και ημέραν δια την σωτηρίαν και επιστροφήν του λαού, διδάσκων αυτούς αδιαλείπτως. Και η μεν ποίμνη του Χριστού ηύξανε και επληθύνετο καθ’ ημέραν, η δε ποίμνη του εχθρού εσμικρύνετο ημέρα τη ημέρα και ωλιγόστευεν. Ακούσας ο αδελφός του Αγίου Αυξιβίου, ο Θεμισταγόρας, τα περί του Αγίου, ήλθεν εις τους Σόλους με την γυναίκα του, την μακαρίαν Τιμώ, ήτις ήτο και αυτή θαυμαστή και ενάρετος· αναβάντες δε εις την Εκκλησίαν ησπάσαντο αλλήλους οι αδελφοί και έγινε χαρά μεγάλη κατά την συνάντησιν αυτών, ήσαν δε εις το εξής εις την Επισκοπήν διδασκόμενοι από τον μακάριον Αυξίβιον, όστις και εβάπτισεν αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· εχειροτόνησε δε τον μεν μακάριον Θεμισταγόραν Πρεσβύτερον της Ιεράς Εκκλησίας, την δε γυναίκα του Διάκονον· διότι αφ’ ου έλαβον το Άγιον Βάπτισμα διεχωρίσθησαν απ’ αλλήλων και ήσαν εις το εξής ως αδελφοί φθάσαντες εις απάθειαν. Ήλθε λοιπόν τότε η Χάρις του Θεού εις την πόλιν των Σόλων και σχεδόν όλοι επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν δια της διδαχής του Αγίου Αυξιβίου, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος. Βλέπων δε ο Άγιος ότι ήτο μικρά η Εκκλησία και δεν εχώρει όλους, ηθέλησε να οικοδομήση μεγαλυτέραν Εκκλησίαν εις το όνομα του Θεού και κλίνας τα γόνατα παρεκάλει τον Κύριον να του εξαποστείλη πάσαν βοήθειαν· εγερθείς δε εχάραξε τον τύπον της Εκκλησίας και με την ευδοκίαν και συνεργίαν του Θεού ωκοδόμησε μέγαν και θαυμαστόν Ναόν, την Μητροπολιτικήν Εκκλησίαν, την οποίαν ηυτρέπισε με πάσαν ευπρέπειαν και την παρέδωκεν, ως εις νυμφίον, εις τον Χριστόν τον Θεόν ημών. Τις λοιπόν να μη θαυμάση και να μη επαινέση τον γενναίον Αθλητήν του Χριστού, όστις μόνος επολέμησε και ενίκησε τον εχθρόν, τον διάβολον δηλαδή, και ήρπασεν από τας χείρας του άρπαγμα μέγα; Διότι ο εχθρός είχεν όλους αυτούς υποτεταγμένους εις την εξουσίαν του, επειδή όταν μετέβη ο Άγιος εις την χώραν των δεν είχεν ούτε ένα Χριστιανόν· δια της Χάριτος όμως του Χριστού τους έκαμεν όλους Χριστιανούς. Αφ’ ου λοιπόν κατώρθωσε καλώς τα πάντα και έγινε κήρυξ της αληθείας και ετίμησε την αρχιερωσύνην επί πεντήκοντα ολοκλήρους χρόνους και έφθασε πλέον εις το τέλος της ζωής του, προσεκάλεσεν όλον τον τίμιον Κλήρον του και είπε προς αυτούς· «Πατέρες, αδελφοί και τέκνα μου ποθητά, ακούσατε με προσοχήν τους λόγους μου. Ιδού εγώ πηγαίνω εις τον δρόμον των Πατέρων μου, καθώς όλοι οι άνθρωποι, οίτινες είναι εις την γην· σεις δε, τέκνα μου, προσέχετε καλώς εις τον εαυτόν σας· ίστασθε στερεοί εις την πίστιν του Χριστού και προσέχετε μη σας πλανέση κανείς με μάταια και επιτηδευμένα λόγια· σεις γνωρίζετε καλώς πόσας θλίψεις υπέμεινα εις την πόλιν ταύτην, νύκτα και ημέραν δεόμενος και παρακαλών τον Θεόν να ανοίξη εις εμέ θύραν λόγου, να φανερώσω παρρησία το μυστήριον του Χριστού και ο αψευδής Θεός δεν παρέβλεψε την δέησίν μου, αλλά με εβοήθησε· και τώρα, αδελφοί μου, σας παραδίδω εις τον Κύριον και εις τον λόγον της Χάριτός του, όστις δύναται να σας οικοδομήση και να σας δώση κληρονομίαν την Βασιλείαν των ουρανών ομού με όλους τους Αγίους. Ίστασθε λοιπόν στερεοί και κρατείτε τας παραδόσεις, τας οποίας παρελάβετε από εμέ και μη αισχυνθήτε να δεχθήτε τον Αρχιερέα, τον οποίον εξέλεξεν ο Θεός από σας, διότι από σας είναι και μαζί σας μένει και σας θεραπεύει δια μέσου του εαυτού του». Αφ’ ου λοιπόν είπε ταύτα και άλλα τοιαύτα περισσότερα, κρατών τον θεοτίμητον  Αυξίβιον, τον μαθητήν του, τον ησπάσθη και λέγει προς αυτόν· «Σε εξέλεξεν ο Θεός Αρχιερέα· συ μέλλεις να ποιμάνης την ποίμνην του Χριστού, την οποίαν επεριποιήθη δια του ιδίου του αίματος». Έπειτα ησπάσθη και ένα έκαστον από τους Κληρικούς του, κατά δε την τρίτην ημέραν ηκούσθη ότι ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αυξίβιος έχει να αφήση την παρούσαν ζωήν. Συνήχθησαν όθεν όλοι οι Χριστιανοί μετά κλαυθμών και οδυρμών εις την Εκκλησίαν, ασπασάμενος δε ο Άγιος άπαντας παρέδωκε το πνεύμα εις τον Κύριον εν ειρήνη. Αφ’ ου δε τον εκήδευσαν με επιμέλειαν, έλαβον το Άγιον αυτού λείψανον  άνδρες ευλαβείς και το ενεταφίασαν εις την λάρνακα, την οποίαν είχε προητοιμασμένην ο Άγιος, έξωθεν δε ταύτης είχεν επιγραφήν, ήτις έγραφε τα εξής· «Σας ορκίζω εις το Άγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να μην ξεσκεπάση κανείς την θήκην ταύτην, έως ότου τελευτήση ο αδελφός μου Θεμισταγόρας». Την ημέραν δε εκείνην όπου ενεταφιάσθη το πάντιμον λείψανον του Αγίου, ανέβλυσε πηγάς ιαμάτων· διότι πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν από διαφόρους ασθενείας και από ακάρθατα πνεύματα. Ακόμη δε και εκείνοι, οίτινες κατώκουν εις τα περίχωρα, ακούσαντες τα θαύματα, τα οποία ενεργεί το τίμιον λείψανον του Αγίου δια της θείας Χάριτος, ήρχοντο μετά σπουδής εις την πόλιν άνδρες και γυναίκες και προσπίπτοντες μετά πίστεως εις την λάρνακα του Αγίου εθεραπεύοντο όλοι με την Χάριν του Θεού και του Αγίου. Ακούσαντες δε και οι κάτοικοι της Πάφου, ότι γίνονται ιατρείαι πολλαί δια του Αγίου Αυξιβίου, συναχθέντες τεσσαράκοντα άνδρες, ενοχλούμενοι από ακάθαρτα πνεύματα, ήρχοντο από την Πάφον εις την περιοχήν των Σολίων· και όταν έφθασαν εις απόστασιν δεκαπέντε μιλίων από την πόλιν τους συνήντησεν ο Άγιος Αυξίβιος και αποδιώκων από αυτούς τα ακάθαρτα πνεύματα, τους εθεράπευσεν όλους δια της Χάριτος του Θεού. Ούτοι, ευθύς μόλις εκαθαρίσθησαν από τους ακαθάρτους δαίμονας, ήλθον τρέχοντες εις τους Σόλους και διηγήθησαν όλα τα συμβάντα εις αυτούς εν τη οδώ, κατά την οδοιπορίαν των και όλοι, οι ακούσαντες ταύτα, εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκε τοιαύτην χάριν εις τον ιδικόν του θεράποντα· εκείνοι δε οίτινες εθεραπεύθησαν, πηγαίνοντες εκεί ένθα ευρίσκετο το άγιον λείψανον, έπεσαν εμπρός εις την θήκην και ευχαριστήσαντες τον Θεόν, όστις εδόξασε τον θεράποντά του, ανεχώρησαν με ειρήνην εις την πατρίδα των την Πάφον. Διά τούτο και οι Πάφιοι εορτάζουν την μνήμην αυτού μετά μεγάλης ευλαβείας μέχρι σήμερον. Ο δε μακάριος Θεμισταγόρας, ιδών τα θαυμάσια, τα οποία εγίνοντο εκεί όπου ήτο το τίμιον λείψανον του Αγίου Αυξιβίου και ότι από της ιεράς αυτού λάρνακος ανέβλυζον αδιαλείπτως, ως από αενάου πηγής, παντοειδείς ιατρείαι, έλεγεν, ότι αυτός δεν ήτο άξιος να ενταφιασθή εις την λάρνακα ομού με τον μακάριον Αυξίβιον· όθεν, εδέσμευσε τους Κληρικούς της Αγίας Εκκλησίας, να μη τολμήση κανείς, μετά την τελευτήν του, να ανοίξη την θήκην του Αγίου, δια να ενταφιάσουν αυτόν, το οποίον και έκαμαν· όθεν έμεινεν εντός αυτής μόνον το ιερόν λείψανον του Αγίου Αυξιβίου. Ήτο δε ο τάφος του Αγίου πηγή ιαμάτων ανελλιπής, εις δόξαν Θεού και εις μνημόσυνον του Αγίου αυτού θεράποντος Αυξιβίου·  ου ταις θείαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς οι αμαρτωλοί της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Μνήμη των εν ευσεβεί τη λήξει γενομένων βασιλέων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΣ

Τη αυτή ημέρα ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη των εν ευσεβεί τη λήξει γενομένων βασιλέων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΣ· τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη Αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.                                                                                     

Μαρκιανός και Πουλχερία οι ορθοδοξότατοι και Άγιοι βασιλείς εβασίλευσαν εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος υν΄ (450), διαδεχθέντες τον κατά το αυτό έτος αποθανόντα Θεοδόσιον Β΄ τον επιλεγόμενον Μικρόν, αφ’ ενός μεν προς διάκρισιν από του πάππου του Θεοδοσίου Α΄ του Μεγάλου, αφ’ ετέρου δε διότι επταετής την ηλικίαν ανήλθεν εις τον θρόνον υπό επιτροπείαν εν έτει υη΄ (408), διαδεχθείς τον αποθανόντα πατέρα του Αρκάδιον υιόν του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πρεσβυτέρα θυγάτηρ του Αρκαδίου και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ υπήρξεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Πουλχερία, σύζυγος δε αυτής ο ευλαβέστατος βασιλεύς Μαρκιανός. Η μακαρία Πουλχερία εγεννήθη εις Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος 398. Από δε της νεαράς της ηλικίας διεκρίνετο δια την ωραιότητα της ψυχής και του σώματος, την ευγένειαν των τρόπων, την αντίληψιν του νοός, την σοφίαν της διανοίας, την σεμνότητα του ήθους, την αγαθότητα της καρδίας και εν γένει δια την όλην συμπεριφοράν αυτής και μάλιστα δια την παρθενικήν διαγωγήν της, διότι είχεν υποσχεθή η μακαρία εις τον Θεόν να φυλάξη παρθενίαν, την οποίαν και έως τέλους ετήρησεν. Εξεπαιδεύθη δε η μακαρία Πουλχερία εις τε την Ελληνικήν και την Λατινικήν γλώσσαν και εδιδάχθη πάσαν γνώσιν και σοφίαν της εποχής εκείνης, αλλά και οξυδέρκειαν απέκτησε και διοικητικάς ικανότητας εις ό,τι αφεώρα την διοίκησιν του Κράτους και προνοητικότητα και σύνεσιν, διό και από του έτους υιδ΄ (414), δεκαεξαέτις την ηλικίαν, ανέλαβε ουσιαστικώς την διακυβέρνησιν της αυτοκρατορίας και την ανατροφήν και μόρφωσιν του νεαρού βασιλέως αδελφού της Θεοδοσίου, απέκτησε δε τοσαύτην επιρροήν επ’ αυτού, ώστε, και οσάκις προέβαινεν εις δριμείας προς αυτόν παρατηρήσεις δια τυχόν παρεκτροπάς του, όχι μόνον ουδόλως αντέλεγεν εκείνος, αλλ’ έμενε σιωπηλός και έκυπτεν ενώπιόν της την κεφαλήν ως παιδίον ενώπιον του πατρός του. Αλλά και ότε ενηλικιώθη, δεν έπαυσεν από του να σέβεται απεριορίστως την αδελφήν του Πουλχερίαν, διο και ουσιαστικώς αυτή εκυβέρνα το βασίλειον. Διότι ο Θεοδόσιος εμορφώθη μεν υπό της αδελφής του χριστιανικώς και ευσεβώς και απέκτησε γνώσεις και φόβον Θεού, όμως εστερείτο διανοητικών και διοικητικών ικανοτήτων και δεν ήτο εις θέσιν να κυβερνήση επιτυχώς την αυτοκρατορίαν, επιλύων μόνος τα λεπτά και δυσεπίλυτα προβλήματα αυτής, τα οποία απήτουν οξυδέρκειαν πνεύματος και προνοητικότητα. Δια τους λόγους τούτους η μακαρία Πουλχερία απέβη ο αχώριστος συμπαραστάτης και οδηγός του Θεοδοσίου καθ’ όλην αυτού την βασιλείαν, αυτή δε και τον ενύμφευσε μετά της μακαρίας βασιλίσσης Ευδοκίας μετά της οποίας όμως διεφώνησε βραδύτερον. Επείθετο δε σχεδόν πάντοτε ο Θεοδόσιος εις τας οδηγίας της μακαρίας Πουλχερίας εις όσας δε περιπτώσεις ενήργησεν ούτος εναντίον της γνώμης εκείνης, παραπεισθείς υπό τρίτων, απέτυχεν οικτρότατα και πικρώς μετενόησεν, όπως συνέβη με την ληστρικήν Σύνοδον της Εφέσου του έτους υμθ΄ (449), την οποίαν συνεκάλεσεν ο Θεοδόσιος, πεισθείς εις τούτο υπό του ισχυρού πρωθυπουργού του Χρυσαφίου, οπαδού αι πνευματικού τέκνου του ιδρυτού της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού αρχιμανδρίτου Ευτυχούς ή μάλλον ειπείν δυστυχούς. Ταύτα δε, διότι κατά την εποχήν εκείνην είχεν απλωθή απ’ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας μεγάλη αναταραχή, προκληθείσα εκ της εναντίον αλλήλων διαμάχης των αντιπάλων αιρέσεων των αθλίων αιρεσιαρχών Νεστορίου και Ευτυχούς και αμφοτέρων εναντίον της Ορθοδοξίας. Ήσαν δε αι δύο αύται αιρέσεις άκρως αντίθετοι μεταξύ των, διότι ο μεν Νεστόριος, όστις υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (428- 431), τας δύο φύσεις του ενός Υιού διεχώριζε και εις δύο διάφορα πρόσωπα, άλλον λέγων τον Υιόν και Λόγον του Θεού και άλλον τον εκ της Παρθένου γεννηθέντα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· διο και την Πανάχραντον αυτού Μητέρα, την Παρθένον Μαρίαν, δεν ωνόμαζεν Θεοτόκον αλλά Χριστοτόκον. Αντιθέτως δε ο Ευτυχής ηρνείτο δύο φύσεις εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, θείαν δηλαδή και ανθρωπίνην, και εκήρυττε μίαν την φύσιν αυτού μετά την ένωσιν (Θεότητος και ανθρωπότητος), την θείαν, υπό της οποίας η ανθρωπίνη φύσις απερροφήθη δι’ αναμίξεως  και συγκράσεως. Αι δύο αύται αιρέσεις κατετάραξαν τόσον πολύ την Εκκλησίαν του Χριστού και τόσον ανεστάτωσαν ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, η οποία, ως γνωστόν, ήτο αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της Εκκλησίας του Χριστού, ώστε ο ασκών την αυτοκρατορικήν εξουσίαν θα έπρεπε να έχη βαθείαν επίγνωσιν των πραγμάτων και κρυσταλλίνην διαύγειαν πνεύματος, δια να δυνηθή να κατευθύνη το σκάφος της αυτοκρατορίας εις την ορθήν του πορείαν, άνευ τινός παρεκκλίσεως, συγχρόνως δε να διαφυλάξη την ειρήνην και την ενότητα του αλληλοσπαρασσομένου πληρώματος. Και τοιαύτη υπήρξεν η ευσεβεστάτη και οξυνουστάτη Πουλχερία, διότι ο Οεοδόσιος ήτο εντελώς ανίκανος προς τούτο. Δια τούτο και επί των ημερών της μακαρίας ταύτης γυναικός βασιλική προσκλήσει συνήλθον αι δύο εκ των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, αίτινεςαποκατέστησαν την ορθήν διδασκαλίαν και την ειρηνικήν κατάστασιν της Αγίας ημών Εκκλησίας, ήτοι η εν Εφέσω Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Νεστόριον και τας αιρέσεις αυτού, εν έτει υλα΄ (431) βασιλεύοντος του Θεοδοσίου Β΄ και η εν Χαλκηδόνι Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Ευτυχή και τον Διόσκορον εν έτει υνα΄ (451), βασιλευόντων των Αγίων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Εις την ορθήν ταύτην κατεύθυνσιν δεν επορεύθη άνευ κόπων και πόνων η μακαρία Πουλχερία, ούτε άνευ δυσχερειών και αντιδράσεων. Διότι είχε να αντιπαλαίση όχι μόνον εναντίον των μαινομένων αιρετικών, αλλά πολλάκις και εναντίον αυτού του βασιλέως Θεοδοσίου, ο οποίος λόγω της ευπιστίας του ευκόλως παρεσύρετο εις αντιθέτους και επιζημίους ενεργείας. Διο και ουχί μικράν επιρροήν ήσκησαν επ’ αυτού οι κατά καιρούς αυλικοί του, εις εκ των οποίων, ο Χρυσάφιος, τοσούτον επέδρασεν επ’ αυτού, ώστε δι’ εντέχνων μηχανορραφιών, ραδιουργιών, συκοφαντιών και αφθάστου πανουργίας επέτυχεν ακόμη και την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας εκ των ανακτόρων. Ο Χρυσάφιος ήτο, ως είπομεν ανωτέρω, οπαδός και θερμώς υποστηρικτής του Ευτυχούς, υπ’ αυτού δε διδασκόμενος και καθοδηγούμενος επέτυχε να πείση τον βασιλέα Θεοδόσιον, όπως απομακρύνη την Πουλχερίαν, ίνα ούτω δυνηθώσι να επικρατήσωσιν αυτοί. Πρώτον δε τούτων έργον, ευθύς μετά την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας, ήτο η σύγκλησις της ψευδοσυνόδου της Εφέσου, την οποίαν αυτοί μεν ωνόμαζον οικουμενικήν, τα δε πράγματα ληστρικήν απέδειξαν και με το επαίσχυντον τούτο όνομα έμεινε γνωστή εν τη ιστορία. Η ψευδοσύνοδος αύτη συνήλθεν εν έτει υμθ΄ (449) εν τω Ναώ της Παρθένου Μαρίας εν Εφέσω, εις τον οποίον είχε συνέλθει και η Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Ταύτης προήδρευσεν ο προστάτης και ομόφρων του Ευτυχούς Διόσκορος Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Πρώτον μέλημα ταύτης υπήρξεν η επικύρωσις των βλασφήμων δοξασιών του αθλίου Ευτυχούς και η καταδίκη των υπερμάχων της Αγίας Ορθοδοξίας Ιεραρχών, αρχής γενομένης από του μακαρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Φλαβιανού, εν συνεχεία δε των υπολοίπων ευσεβών Αγίων Πατέρων. Τα όσα πρωτοφανή και πρωτάκουστα κακουργήματα διεδραματίσθησαν εν αυτή υπό των εξάλλων και αιρετικών Μονοφυσιτών αδύνατον είναι να περιγραφώσιν εν τω παρόντι, τούτο δε μόνον προσθέτομεν ενταύθα, ότι τόσον εκακοποιήθη υπ’ αυτών ο Άγιος Φλαβιανός και τόσον εβασανίσθη, ώστε μετά τρεις ημέρας από της ψευδοκαταδίκης του απήλθε προς Κύριον. Εν έτος μετά την ψευδοσύνοδον της Εφέσου, ήτοι εν έτει υν΄ (450), απέθανεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄, μόνη δε νόμιμος διάδοχος του θρόνου αυτού υπήρχεν η Πουλχερία. Βλέπουσα τότε η μακαρία ότι αφ’ ενός μεν η Εκκλησία του Χριστού εσπαράσσετο υπό νοητών λύκων, οίτινες είχον επιδράμει κατ’ αυτής, αφ’ ετέρου δε ότι η ασφάλεια της αυτοκρατορίας ευρίσκετο εν κινδύνω από τους εξωτερικούς εχθρούς της, ηννόησεν ότι είχεν ανάγκην της συμπαραστάσεως ανδρός ισχυρού, ο οποίος θα την υπεβοήθει εις το έργον της. Όθεν απεφάσισε να υπανδρευθή τον ονομαστόν δια τε την σύνεσιν και φρόνησιν αυτού, αλλά και δια την ευσέβειαν και ευλάβειάν του Μαρκιανόν, ως δε και τα πράγματα εκ των υστέρων απέδειξαν, δεν διέλαθε και εις τούτο η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότης της Πουλχερίας, διότι ο Μαρκιανός ανεδείχθη άριστος αυτοκράτωρ και την Εκκλησίαν ωφελήσας και το Κράτος περιφρουρήσας. Δεν ήτο όμως απλούν ζήτημα δια την Πουλχερίαν ο γάμος, διότι αύτη, ως είπομεν είχεν υποσχεθή εις τον Θεόν να ζήση εν παρθενία, και την υπόσχεσίν της αυτήν δεν ηννόει να αθετήση. Δεν εγκατέλειψεν όμως αυτήν και εις το ζήτημα τούτο η θεία Χάρις, διότι και ο μακάριος Μαρκιανός υπό των αυτών αισθημάτων διεπνέετο, διότι είχε μεν έλθει εις πρώτον γάμον, εκ του οποίου είχεν αποκτήσει και θυγατέρα, χηρεύσας όμως έζη και αυτός εν εγκρατεία, απέχων πάσης φθοροποιού αμαρτίας και δεν επεθύμει να έλθη εις δεύτερον γάμον. Αυτόν λοιπόν τον εκλεκτόν του Θεού άνθρωπον εσκέφθη να λάβη σύζυγον η Πουλχερία, εφ’ όσον θα εδέχετο να ζήσωσιν εν παρθενία. Τούτου λοιπόν συμφωνηθέντος εξησφάλισε και δι’ όρκου την υπόσχεσιν του Μαρκιανού η Πουλχερία. Όθεν έγινεν ο γάμος, ήσαν δε τότε κατά την ηλικίαν ο μεν Μαρκιανός ετών πεντήκοντα επτά, η δε Πουλχερία ετών πεντήκοντα δύο, διετήρησαν δε έως τέλους άψογον την υπόσχεσιν της παρθενικής συμβιώσεως αυτών οι μακάριοι. Πρώτη μέριμνα των νέων βασιλέων ευθύς μετά την ανάληψιν υπ’ αυτών της εξουσίας του Κράτους ήτο η αποκατάστασις της ευσεβείας και της ειρήνης της Εκκλησίας, η οποία είχε σφοδρώς διαταραχθή μετά την ληστρικήν ψευδοσύνοδον της Εφέσου. Συνεννοηθέντες λοιπόν οι βασιλείς μετά των Ορθοδόξων Πατριαρχών, του Ρώμης Λέοντος και του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου, έστειλαν επιστολάς προς όλους τους Επισκόπους και συνεκάλουν αυτούς εις Σύνοδον Οικουμενικήν προς αποκατάστασιν της αληθείας. Συνήλθε δε η Αγία αύτη Σύνοδος εις τον εν Χαλκηδόνι Ναόν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας κατά το επόμενον έτος υνα΄ (451). Είναι δε αύτη η Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Εν ταύτη παρέστησαν χλ΄ (630) Πατέρες, παρεκάθησαν δε εν αυτή επί θρόνων και οι ευσεβέστατοι ούτοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία. Κατεδίκασαν τότε οι Άγιοι ούτοι Πατέρες την εν Εφέσω ληστρικήν ψευδοσύνοδον του έτους υμθ΄ (449) αναθεματίσαντες και τους αρχηγούς της μονοφυσιτικής αιρέσεως Ευτυχή και Διόσκορον, εκράτυναν δε την Ορθοδοξίαν και εδικαίωσαν τους προμάχους αυτής Φλαβιανόν, τον αοίδιμον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Λέοντα Πάπαν Ρώμης και πάντας τους λοιπούς. Συνέταξε δε η Αγία αύτη Σύνοδος και όρον της Ορθοδόξου πίστεως, εις τον οποίον μεταξύ άλλων νομοθετείται ότι ο μη ομολογών δύο φύσεις εις Χριστόν, την Θείαν και την ανθρωπίνην, ο τοιούτος δεν είναι Ορθόδοξος, αλλ’ αιρετικός και απόβλητος από της Ορθοδόξου πίστεως. Η Σύνοδος αύτη απένειμε δια του κη΄ (28ου) Κανόνος αυτής τα ίσα πρεσβεία τιμής του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, υπέταξεν ακόμη τους Επισκόπους της Μικράς Ασίας και της Θράκης, καθώς επίσης και πάντων των υπό βαρβάρων κατοικουμένων τόπων εις τον Κωνσταντινουπόλεως. Αποκατέστησεν επίσης η αυτή Σύνοδος και τους Επισκόπους Κύρου Θεοδώρητον και Εδέσσης Ίβαν, οι οποίοι είχον καταδικασθή υπό τε της Αγίας Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ως και υπό της ληστρικής τοιαύτης ως νεστοριανίζοντες, αφού βεβαίως εδέχθησαν ούτοι προηγουμένως να αναθεματίσωσι τον Νεστόριον και τους μη ομολογούντας Θεοτόκον την Παναγίαν Παρθένον. Προς ευταξίαν δε της Εκκλησίας και του Κλήρου εξέδωκε και τριάκοντα Κανόνας, σωζομένους εν τω Πηδαλίω. Αφού ταύτα πάντα λίαν καλώς η Αγία αύτη Σύνοδος ενομοθέτησε, θέλοντες οι Άγιοι Πατέρες να βεβαιωθώσιν αν ταύτα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά και επειδή οι αιρετικοί δεν ήθελον να συμφωνήσωσιν, έγραψαν εις ένα τόμον τα υπό της Συνόδου αποφασισθέντα ορθόδοξα δόγματα, εις έτερον δε έγραψαν οι αιρετικοί τα ιδικά των και ανοίξαντες την λάρνκα της Αγίας Ευφημίας έθεσαν εντός αυτής αμφοτέρους τους τόμους, ύστερον έκλεισαν και πάλιν την λάρνακα και απεσύρθησαν αμφότερα τα μέρη εις προσευχήν και νηστείαν παρακαλούντες τον Θεόν και την Αγίαν να φανερώση την αλήθειαν. Μετά δε από ολίγας ημέρας ανοίξαντες την λάρνακα εύρον, ω του θαύματος! τον μεν τόμον των Ορθοδόξων εις τας αγκάλας της Αγίας, τον δε τόμον των αιρετικών υπό τους πόδας αυτής! Τοιουτοτρόπως εβεβαιώθη το θείον θέλημα των υπό της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αποφασισθέντων. Αφού λοιπόν οι μακάριοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία αποκατέστησαν με το θέλημα του Θεού την Ορθοδοξίαν και απήλλαξαν την Εκκλησίαν από τους προβατοσχήμους λύκους, τους αιρετικούς Μονοφυσίτας και τα υπολείμματα της νεστοριανής πλάνης, ειρήνευσεν η Εκκλησία και ανέπνευσεν ο πιστός λαός του Κυρίου. Δεν ηρκέσθη όμως εις μόνον τούτο το έργον ο καλός Μαρκιανός, αλλά και τα εσωτερικά της αυτοκρατορίας πράγματα ετακτοποίησε δια της θεσπίσεως νόμων δικαίων και τους έξωθεν κινδύνους απεμάκρυνεν αρνηθείς θαρραλέως να συνεχίση καταβάλλων φόρους εις τον τρομερόν αρχηγόν των Ούννων Αττίλαν, όστις από ετών ετρομοκράτει την αυτοκρατορίαν, αναγκάσας τούτον δια της τολμηράς του στάσεως να στραφή προς άλλας κατευθύνσεις. Ταύτα δε πάντα επέτυχεν ο ευσεβής Μαρκιανός ουχί δια πολέμων, αλλά δια της βαθείας εις Χριστόν πίστεώς του. Τοιουτοτρόπως ευσεβώς πολιτευόμενοι οι μακάριοι ούτοι βασιλείς ποικιλοτρόπως ωφέλησαν και εαυτούς και την Εκκλησίαν και το Έθνος ολόκληρον. Πάμπολλα είναι τα δείγματα της ευσεβείας και της ευλαβείας των Αγίων τούτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, διότι όχι μόνον την ειρήνην και την ασφάλειαν της Εκκλησίας και του Κράτους εξησφάλισαν, αλλά και πολλά έργα υπέρ του λαού επετέλεσαν, ιδρύσαντες Ναούς, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και πλείστα όσα κοινωφελή ιδρύματα. Τούτων έργον είναι και ο περιώνυμος Ναός των Βλαχερνών εις τον οποίον μετά ταύτα εφυλάσσοντο επί αιώνας η Εσθής της Θεοτόκου και η Τιμία Ζώνη της, καθώς και η αχειροποίητος Εικών του Σωτήρος, δηλαδή το Άγιον Μανδήλιον, ανακομισθείσα εξ Εδέσσης υπό του Ρωμανού. Δεν ηρκούντο δε εις τα κοινωφελή μόνον έργα οι μακάριοι, αλλά και εις εαυτούς επέβαλλον την τήρησιν των εντολών του Θεού νηστεύοντες, αγρυπνούντες, προσευχόμενοι, τους πτωχούς ελεούντες και τους αδικουμένους δικαιούντες, το δε περισσότερον εφύλαττον και παρθενίαν αυτοπροαιρέτως, ως είπομεν. Όταν δε εγίνοντο λιτανείαι ηκολούθουν και αυτοί πεζοί και όχι εν φορείω, ως οι προ αυτών βασιλείς, διο και ο Πατριάρχης Ανατόλιος ηναγκάζετο να ακολουθή και αυτός πεζός. Την αγίαν δε ταύτην πολιτείαν ετήρησαν έως τέλους οι μακάριοι. Επειδή όμως και αυτοί οι μακάριοι ήσαν άνθρωποι και έπρεπε να πληρώσωσι το κοινόν χρέος, απήλθον προς Κύριον όταν επέστη δι’ ένα έκαστον εξ αυτών η προσδιωρισμένη ώρα, αφού πρωτίστως εστόλισαν την ψυχήν των με τους αμαράντους στεφάνους της ευσεβούς Πίστεως και των καλών έργων. Και η μεν μακαρία βασίλισσα Πουλχερία απήλθε προς Κύριον δύο έτη μετά την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον ήτοι εν έτει υνγ΄ (453), ο δε αοίδιμος βασιλεύς Μαρκιανός έζησεν ολίγον περισσότερον, την αυτήν ευσεβή πολιτείαν μετερχόμενος, κοιμηθείς εν έτει υνζ΄ (457). Αμφότεροι δε απολαμβάνουσι νυν εν ουρανοίς τους αγλαούς καρπούς των ευσεβών έργων των συμβασιλεύοντες εις την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Παμβασιλέως Χριστού του Θεού ημών. Και της μεν μακαρίας Πουλχερίας εορτάζεται και ιδιαιτέρως η μνήμη κατά την ι΄ (10ην) Σεπτεμβρίου, σήμερον δε επιτελείται η μνήμη αμφοτέρων των ευσεβών βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας εις δόξαν του αθανάτου Βασιλέως Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Mνήμη των εν ευσεβεί τη λήξει γενομένων βασιλέων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΣ

Τη αυτή ημέρα ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη των εν ευσεβεί τη λήξει γενομένων βασιλέων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΣ· τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη Αγιωτάτη Μεγάλη  Εκκλησία.                                                                                    

Μαρκιανός και Πουλχερία οι ορθοδοξότατοι και Άγιοι βασιλείς εβασίλευσαν εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος υν΄ (450), διαδεχθέντες τον κατά το αυτό έτος αποθανόντα Θεοδόσιον Β΄ τον επιλεγόμενον Μικρόν, αφ’ ενός μεν προς διάκρισιν από του πάππου του Θεοδοσίου Α΄ του Μεγάλου, αφ’ ετέρου δε διότι επταετής την ηλικίαν ανήλθεν εις τον θρόνον υπό επιτροπείαν εν έτει υη΄ (408), διαδεχθείς τον αποθανόντα πατέρα του Αρκάδιον υιόν του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πρεσβυτέρα θυγάτηρ του Αρκαδίου και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ υπήρξεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Πουλχερία, σύζυγος δε αυτής ο ευλαβέστατος βασιλεύς Μαρκιανός. Η μακαρία Πουλχερία εγεννήθη εις Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος 398. Από δε της νεαράς της ηλικίας διεκρίνετο δια την ωραιότητα της ψυχής και του σώματος, την ευγένειαν των τρόπων, την αντίληψιν του νοός, την σοφίαν της διανοίας, την σεμνότητα του ήθους, την αγαθότητα της καρδίας και εν γένει δια την όλην συμπεριφοράν αυτής και μάλιστα δια την παρθενικήν διαγωγήν της, διότι είχεν υποσχεθή η μακαρία εις τον Θεόν να φυλάξη παρθενίαν, την οποίαν και έως τέλους ετήρησεν. Εξεπαιδεύθη δε η μακαρία Πουλχερία εις τε την Ελληνικήν και την Λατινικήν γλώσσαν και εδιδάχθη πάσαν γνώσιν και σοφίαν της εποχής εκείνης, αλλά και οξυδέρκειαν απέκτησε και διοικητικάς ικανότητας εις ό,τι αφεώρα την διοίκησιν του Κράτους και προνοητικότητα και σύνεσιν, διό και από του έτους υιδ΄ (414), δεκαεξαέτις την ηλικίαν, ανέλαβε ουσιαστικώς την διακυβέρνησιν της αυτοκρατορίας και την ανατροφήν και μόρφωσιν του νεαρού βασιλέως αδελφού της Θεοδοσίου, απέκτησε δε τοσαύτην επιρροήν επ’ αυτού, ώστε, και οσάκις προέβαινεν εις δριμείας προς αυτόν παρατηρήσεις δια τυχόν παρεκτροπάς του, όχι μόνον ουδόλως αντέλεγεν εκείνος, αλλ’ έμενε σιωπηλός και έκυπτεν ενώπιόν της την κεφαλήν ως παιδίον ενώπιον του πατρός του. Αλλά και ότε ενηλικιώθη, δεν έπαυσεν από του να σέβεται απεριορίστως την αδελφήν του Πουλχερίαν, διο και ουσιαστικώς αυτή εκυβέρνα το βασίλειον. Διότι ο Θεοδόσιος εμορφώθη μεν υπό της αδελφής του χριστιανικώς και ευσεβώς και απέκτησε γνώσεις και φόβον Θεού, όμως εστερείτο διανοητικών και διοικητικών ικανοτήτων και δεν ήτο εις θέσιν να κυβερνήση επιτυχώς την αυτοκρατορίαν, επιλύων μόνος τα λεπτά και δυσεπίλυτα προβλήματα αυτής, τα οποία απήτουν οξυδέρκειαν πνεύματος και προνοητικότητα. Δια τους λόγους τούτους η μακαρία Πουλχερία απέβη ο αχώριστος συμπαραστάτης και οδηγός του Θεοδοσίου καθ’ όλην αυτού την βασιλείαν, αυτή δε και τον ενύμφευσε μετά της μακαρίας βασιλίσσης Ευδοκίας μετά της οποίας όμως διεφώνησε βραδύτερον. Επείθετο δε σχεδόν πάντοτε ο Θεοδόσιος εις τας οδηγίας της μακαρίας Πουλχερίας εις όσας δε περιπτώσεις ενήργησεν ούτος εναντίον της γνώμης εκείνης, παραπεισθείς υπό τρίτων, απέτυχεν οικτρότατα και πικρώς μετενόησεν, όπως συνέβη με την ληστρικήν Σύνοδον της Εφέσου του έτους υμθ΄ (449), την οποίαν συνεκάλεσεν ο Θεοδόσιος, πεισθείς εις τούτο υπό του ισχυρού πρωθυπουργού του Χρυσαφίου, οπαδού αι πνευματικού τέκνου του ιδρυτού της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού αρχιμανδρίτου Ευτυχούς ή μάλλον ειπείν δυστυχούς. Ταύτα δε, διότι κατά την εποχήν εκείνην είχεν απλωθή απ’ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας μεγάλη αναταραχή, προκληθείσα εκ της εναντίον αλλήλων διαμάχης των αντιπάλων αιρέσεων των αθλίων αιρεσιαρχών Νεστορίου και Ευτυχούς και αμφοτέρων εναντίον της Ορθοδοξίας. Ήσαν δε αι δύο αύται αιρέσεις άκρως αντίθετοι μεταξύ των, διότι ο μεν Νεστόριος, όστις υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (428- 431), τας δύο φύσεις του ενός Υιού διεχώριζε και εις δύο διάφορα πρόσωπα, άλλον λέγων τον Υιόν και Λόγον του Θεού και άλλον τον εκ της Παρθένου γεννηθέντα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· διο και την Πανάχραντον αυτού Μητέρα, την Παρθένον Μαρίαν, δεν ωνόμαζεν Θεοτόκον αλλά Χριστοτόκον. Αντιθέτως δε ο Ευτυχής ηρνείτο δύο φύσεις εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, θείαν δηλαδή και ανθρωπίνην, και εκήρυττε μίαν την φύσιν αυτού μετά την ένωσιν (Θεότητος και ανθρωπότητος), την θείαν, υπό της οποίας η ανθρωπίνη φύσις απερροφήθη δι’ αναμίξεως  και συγκράσεως. Αι δύο αύται αιρέσεις κατετάραξαν τόσον πολύ την Εκκλησίαν του Χριστού και τόσον ανεστάτωσαν ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, η οποία, ως γνωστόν, ήτο αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της Εκκλησίας του Χριστού, ώστε ο ασκών την αυτοκρατορικήν εξουσίαν θα έπρεπε να έχη βαθείαν επίγνωσιν των πραγμάτων και κρυσταλλίνην διαύγειαν πνεύματος, δια να δυνηθή να κατευθύνη το σκάφος της αυτοκρατορίας εις την ορθήν του πορείαν, άνευ τινός παρεκκλίσεως, συγχρόνως δε να διαφυλάξη την ειρήνην και την ενότητα του αλληλοσπαρασσομένου πληρώματος. Και τοιαύτη υπήρξεν η ευσεβεστάτη και οξυνουστάτη Πουλχερία, διότι ο Οεοδόσιος ήτο εντελώς ανίκανος προς τούτο. Δια τούτο και επί των ημερών της μακαρίας ταύτης γυναικός βασιλική προσκλήσει συνήλθον αι δύο εκ των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, αίτινεςαποκατέστησαν την ορθήν διδασκαλίαν και την ειρηνικήν κατάστασιν της Αγίας ημών Εκκλησίας, ήτοι η εν Εφέσω Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Νεστόριον και τας αιρέσεις αυτού, εν έτει υλα΄ (431) βασιλεύοντος του Θεοδοσίου Β΄ και η εν Χαλκηδόνι Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Ευτυχή και τον Διόσκορον εν έτει υνα΄ (451), βασιλευόντων των Αγίων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Εις την ορθήν ταύτην κατεύθυνσιν δεν επορεύθη άνευ κόπων και πόνων η μακαρία Πουλχερία, ούτε άνευ δυσχερειών και αντιδράσεων. Διότι είχε να αντιπαλαίση όχι μόνον εναντίον των μαινομένων αιρετικών, αλλά πολλάκις και εναντίον αυτού του βασιλέως Θεοδοσίου, ο οποίος λόγω της ευπιστίας του ευκόλως παρεσύρετο εις αντιθέτους και επιζημίους ενεργείας. Διο και ουχί μικράν επιρροήν ήσκησαν επ’ αυτού οι κατά καιρούς αυλικοί του, εις εκ των οποίων, ο Χρυσάφιος, τοσούτον επέδρασεν επ’ αυτού, ώστε δι’ εντέχνων μηχανορραφιών, ραδιουργιών, συκοφαντιών και αφθάστου πανουργίας επέτυχεν ακόμη και την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας εκ των ανακτόρων. Ο Χρυσάφιος ήτο, ως είπομεν ανωτέρω, οπαδός και θερμώς υποστηρικτής του Ευτυχούς, υπ’ αυτού δε διδασκόμενος και καθοδηγούμενος επέτυχε να πείση τον βασιλέα Θεοδόσιον, όπως απομακρύνη την Πουλχερίαν, ίνα ούτω δυνηθώσι να επικρατήσωσιν αυτοί. Πρώτον δε τούτων έργον, ευθύς μετά την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας, ήτο η σύγκλησις της ψευδοσυνόδου της Εφέσου, την οποίαν αυτοί μεν ωνόμαζον οικουμενικήν, τα δε πράγματα ληστρικήν απέδειξαν και με το επαίσχυντον τούτο όνομα έμεινε γνωστή εν τη ιστορία. Η ψευδοσύνοδος αύτη συνήλθεν εν έτει υμθ΄ (449) εν τω Ναώ της Παρθένου Μαρίας εν Εφέσω, εις τον οποίον είχε συνέλθει και η Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Ταύτης προήδρευσεν ο προστάτης και ομόφρων του Ευτυχούς Διόσκορος Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Πρώτον μέλημα ταύτης υπήρξεν η επικύρωσις των βλασφήμων δοξασιών του αθλίου Ευτυχούς και η καταδίκη των υπερμάχων της Αγίας Ορθοδοξίας Ιεραρχών, αρχής γενομένης από του μακαρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Φλαβιανού, εν συνεχεία δε των υπολοίπων ευσεβών Αγίων Πατέρων. Τα όσα πρωτοφανή και πρωτάκουστα κακουργήματα διεδραματίσθησαν εν αυτή υπό των εξάλλων και αιρετικών Μονοφυσιτών αδύνατον είναι να περιγραφώσιν εν τω παρόντι, τούτο δε μόνον προσθέτομεν ενταύθα, ότι τόσον εκακοποιήθη υπ’ αυτών ο Άγιος Φλαβιανός και τόσον εβασανίσθη, ώστε μετά τρεις ημέρας από της ψευδοκαταδίκης του απήλθε προς Κύριον. Εν έτος μετά την ψευδοσύνοδον της Εφέσου, ήτοι εν έτει υν΄ (450), απέθανεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄, μόνη δε νόμιμος διάδοχος του θρόνου αυτού υπήρχεν η Πουλχερία. Βλέπουσα τότε η μακαρία ότι αφ’ ενός μεν η Εκκλησία του Χριστού εσπαράσσετο υπό νοητών λύκων, οίτινες είχον επιδράμει κατ’ αυτής, αφ’ ετέρου δε ότι η ασφάλεια της αυτοκρατορίας ευρίσκετο εν κινδύνω από τους εξωτερικούς εχθρούς της, ηννόησεν ότι είχεν ανάγκην της συμπαραστάσεως ανδρός ισχυρού, ο οποίος θα την υπεβοήθει εις το έργον της. Όθεν απεφάσισε να υπανδρευθή τον ονομαστόν δια τε την σύνεσιν και φρόνησιν αυτού, αλλά και δια την ευσέβειαν και ευλάβειάν του Μαρκιανόν, ως δε και τα πράγματα εκ των υστέρων απέδειξαν, δεν διέλαθε και εις τούτο η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότης της Πουλχερίας, διότι ο Μαρκιανός ανεδείχθη άριστος αυτοκράτωρ και την Εκκλησίαν ωφελήσας και το Κράτος περιφρουρήσας. Δεν ήτο όμως απλούν ζήτημα δια την Πουλχερίαν ο γάμος, διότι αύτη, ως είπομεν είχεν υποσχεθή εις τον Θεόν να ζήση εν παρθενία, και την υπόσχεσίν της αυτήν δεν ηννόει να αθετήση. Δεν εγκατέλειψεν όμως αυτήν και εις το ζήτημα τούτο η θεία Χάρις, διότι και ο μακάριος Μαρκιανός υπό των αυτών αισθημάτων διεπνέετο, διότι είχε μεν έλθει εις πρώτον γάμον, εκ του οποίου είχεν αποκτήσει και θυγατέρα, χηρεύσας όμως έζη και αυτός εν εγκρατεία, απέχων πάσης φθοροποιού αμαρτίας και δεν επεθύμει να έλθη εις δεύτερον γάμον. Αυτόν λοιπόν τον εκλεκτόν του Θεού άνθρωπον εσκέφθη να λάβη σύζυγον η Πουλχερία, εφ’ όσον θα εδέχετο να ζήσωσιν εν παρθενία. Τούτου λοιπόν συμφωνηθέντος εξησφάλισε και δι’ όρκου την υπόσχεσιν του Μαρκιανού η Πουλχερία. Όθεν έγινεν ο γάμος, ήσαν δε τότε κατά την ηλικίαν ο μεν Μαρκιανός ετών πεντήκοντα επτά, η δε Πουλχερία ετών πεντήκοντα δύο, διετήρησαν δε έως τέλους άψογον την υπόσχεσιν της παρθενικής συμβιώσεως αυτών οι μακάριοι. Πρώτη μέριμνα των νέων βασιλέων ευθύς μετά την ανάληψιν υπ’ αυτών της εξουσίας του Κράτους ήτο η αποκατάστασις της ευσεβείας και της ειρήνης της Εκκλησίας, η οποία είχε σφοδρώς διαταραχθή μετά την ληστρικήν ψευδοσύνοδον της Εφέσου. Συνεννοηθέντες λοιπόν οι βασιλείς μετά των Ορθοδόξων Πατριαρχών, του Ρώμης Λέοντος και του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου, έστειλαν επιστολάς προς όλους τους Επισκόπους και συνεκάλουν αυτούς εις Σύνοδον Οικουμενικήν προς αποκατάστασιν της αληθείας. Συνήλθε δε η Αγία αύτη Σύνοδος εις τον εν Χαλκηδόνι Ναόν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας κατά το επόμενον έτος υνα΄ (451). Είναι δε αύτη η Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Εν ταύτη παρέστησαν χλ΄ (630) Πατέρες, παρεκάθησαν δε εν αυτή επί θρόνων και οι ευσεβέστατοι ούτοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία. Κατεδίκασαν τότε οι Άγιοι ούτοι Πατέρες την εν Εφέσω ληστρικήν ψευδοσύνοδον του έτους υμθ΄ (449) αναθεματίσαντες και τους αρχηγούς της μονοφυσιτικής αιρέσεως Ευτυχή και Διόσκορον, εκράτυναν δε την Ορθοδοξίαν και εδικαίωσαν τους προμάχους αυτής Φλαβιανόν, τον αοίδιμον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Λέοντα Πάπαν Ρώμης και πάντας τους λοιπούς. Συνέταξε δε η Αγία αύτη Σύνοδος και όρον της Ορθοδόξου πίστεως, εις τον οποίον μεταξύ άλλων νομοθετείται ότι ο μη ομολογών δύο φύσεις εις Χριστόν, την Θείαν και την ανθρωπίνην, ο τοιούτος δεν είναι Ορθόδοξος, αλλ’ αιρετικός και απόβλητος από της Ορθοδόξου πίστεως. Η Σύνοδος αύτη απένειμε δια του κη΄ (28ου) Κανόνος αυτής τα ίσα πρεσβεία τιμής του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, υπέταξεν ακόμη τους Επισκόπους της Μικράς Ασίας και της Θράκης, καθώς επίσης και πάντων των υπό βαρβάρων κατοικουμένων τόπων εις τον Κωνσταντινουπόλεως. Αποκατέστησεν επίσης η αυτή Σύνοδος και τους Επισκόπους Κύρου Θεοδώρητον και Εδέσσης Ίβαν, οι οποίοι είχον καταδικασθή υπό τε της Αγίας Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ως και υπό της ληστρικής τοιαύτης ως νεστοριανίζοντες, αφού βεβαίως εδέχθησαν ούτοι προηγουμένως να αναθεματίσωσι τον Νεστόριον και τους μη ομολογούντας Θεοτόκον την Παναγίαν Παρθένον. Προς ευταξίαν δε της Εκκλησίας και του Κλήρου εξέδωκε και τριάκοντα Κανόνας, σωζομένους εν τω Πηδαλίω. Αφού ταύτα πάντα λίαν καλώς η Αγία αύτη Σύνοδος ενομοθέτησε, θέλοντες οι Άγιοι Πατέρες να βεβαιωθώσιν αν ταύτα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά και επειδή οι αιρετικοί δεν ήθελον να συμφωνήσωσιν, έγραψαν εις ένα τόμον τα υπό της Συνόδου αποφασισθέντα ορθόδοξα δόγματα, εις έτερον δε έγραψαν οι αιρετικοί τα ιδικά των και ανοίξαντες την λάρνκα της Αγίας Ευφημίας έθεσαν εντός αυτής αμφοτέρους τους τόμους, ύστερον έκλεισαν και πάλιν την λάρνακα και απεσύρθησαν αμφότερα τα μέρη εις προσευχήν και νηστείαν παρακαλούντες τον Θεόν και την Αγίαν να φανερώση την αλήθειαν. Μετά δε από ολίγας ημέρας ανοίξαντες την λάρνακα εύρον, ω του θαύματος! τον μεν τόμον των Ορθοδόξων εις τας αγκάλας της Αγίας, τον δε τόμον των αιρετικών υπό τους πόδας αυτής! Τοιουτοτρόπως εβεβαιώθη το θείον θέλημα των υπό της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αποφασισθέντων. Αφού λοιπόν οι μακάριοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία αποκατέστησαν με το θέλημα του Θεού την Ορθοδοξίαν και απήλλαξαν την Εκκλησίαν από τους προβατοσχήμους λύκους, τους αιρετικούς Μονοφυσίτας και τα υπολείμματα της νεστοριανής πλάνης, ειρήνευσεν η Εκκλησία και ανέπνευσεν ο πιστός λαός του Κυρίου. Δεν ηρκέσθη όμως εις μόνον τούτο το έργον ο καλός Μαρκιανός, αλλά και τα εσωτερικά της αυτοκρατορίας πράγματα ετακτοποίησε δια της θεσπίσεως νόμων δικαίων και τους έξωθεν κινδύνους απεμάκρυνεν αρνηθείς θαρραλέως να συνεχίση καταβάλλων φόρους εις τον τρομερόν αρχηγόν των Ούννων Αττίλαν, όστις από ετών ετρομοκράτει την αυτοκρατορίαν, αναγκάσας τούτον δια της τολμηράς του στάσεως να στραφή προς άλλας κατευθύνσεις. Ταύτα δε πάντα επέτυχεν ο ευσεβής Μαρκιανός ουχί δια πολέμων, αλλά δια της βαθείας εις Χριστόν πίστεώς του. Τοιουτοτρόπως ευσεβώς πολιτευόμενοι οι μακάριοι ούτοι βασιλείς ποικιλοτρόπως ωφέλησαν και εαυτούς και την Εκκλησίαν και το Έθνος ολόκληρον. Πάμπολλα είναι τα δείγματα της ευσεβείας και της ευλαβείας των Αγίων τούτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, διότι όχι μόνον την ειρήνην και την ασφάλειαν της Εκκλησίας και του Κράτους εξησφάλισαν, αλλά και πολλά έργα υπέρ του λαού επετέλεσαν, ιδρύσαντες Ναούς, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και πλείστα όσα κοινωφελή ιδρύματα. Τούτων έργον είναι και ο περιώνυμος Ναός των Βλαχερνών εις τον οποίον μετά ταύτα εφυλάσσοντο επί αιώνας η Εσθής της Θεοτόκου και η Τιμία Ζώνη της, καθώς και η αχειροποίητος Εικών του Σωτήρος, δηλαδή το Άγιον Μανδήλιον, ανακομισθείσα εξ Εδέσσης υπό του Ρωμανού. Δεν ηρκούντο δε εις τα κοινωφελή μόνον έργα οι μακάριοι, αλλά και εις εαυτούς επέβαλλον την τήρησιν των εντολών του Θεού νηστεύοντες, αγρυπνούντες, προσευχόμενοι, τους πτωχούς ελεούντες και τους αδικουμένους δικαιούντες, το δε περισσότερον εφύλαττον και παρθενίαν αυτοπροαιρέτως, ως είπομεν. Όταν δε εγίνοντο λιτανείαι ηκολούθουν και αυτοί πεζοί και όχι εν φορείω, ως οι προ αυτών βασιλείς, διο και ο Πατριάρχης Ανατόλιος ηναγκάζετο να ακολουθή και αυτός πεζός. Την αγίαν δε ταύτην πολιτείαν ετήρησαν έως τέλους οι μακάριοι. Επειδή όμως και αυτοί οι μακάριοι ήσαν άνθρωποι και έπρεπε να πληρώσωσι το κοινόν χρέος, απήλθον προς Κύριον όταν επέστη δι’ ένα έκαστον εξ αυτών η προσδιωρισμένη ώρα, αφού πρωτίστως εστόλισαν την ψυχήν των με τους αμαράντους στεφάνους της ευσεβούς Πίστεως και των καλών έργων. Και η μεν μακαρία βασίλισσα Πουλχερία απήλθε προς Κύριον δύο έτη μετά την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον ήτοι εν έτει υνγ΄ (453), ο δε αοίδιμος βασιλεύς Μαρκιανός έζησεν ολίγον περισσότερον, την αυτήν ευσεβή πολιτείαν μετερχόμενος, κοιμηθείς εν έτει υνζ΄ (457). Αμφότεροι δε απολαμβάνουσι νυν εν ουρανοίς τους αγλαούς καρπούς των ευσεβών έργων των συμβασιλεύοντες εις την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Παμβασιλέως Χριστού του Θεού ημών. Και της μεν μακαρίας Πουλχερίας εορτάζεται και ιδιαιτέρως η μνήμη κατά την ι΄ (10ην) Σεπτεμβρίου, σήμερον δε επιτελείται η μνήμη αμφοτέρων των ευσεβών βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας εις δόξαν του αθανάτου Βασιλέως Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Τη αυτή ημέρα ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, εορτάζομεν την εύρεσιν των λειψάνων του Αγίου Μάρτυρος ΜΗΝΑ του Καλλικελάδου.

Μηνάς ο μακάριος Μάρτυς, ο επιλεγόμενος Καλλικέλαδος, εμαρτύρησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμίνου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τια΄ (307-311). Κατά δε τους χρόνους Βασιλείου, του φιλοχρίστου βασιλέως, εφάνη εν μια νυκτί εις τινα άνθρωπον καλούμενον Φιλομμάτην, ο οποίος συνηριθμείτο εις την στρατιωτικήν σχολήν την επονομαζομένην των Ικανάτων και λέγει εις αυτόν, ότι αυτός είναι Μηνάς ο Καλλικέλαδος και ότι κρύπτεται υποκάτω εις την γην κατά το μέρος του αιγιαλού, όπου είναι η ακρόπολις· εδείκνυε δε δια του δακτύλου εις αυτόν και τον τόπον. Ο φιλόθεος Φιλομμάτης τότε εσηκώθη πολύ πρωϊ και εφανέρωσεν καταλεπτώς εις τον φίλον του Μαρκιανόν τον νουμέριον την οπτασίαν· εκείνος δε πάλιν φανερώνει ταύτην εις τον βασιλέα και παρευθύς εστάλησαν στρατιώται εις τον δηλωθέντα τόπον, οι οποίοι, σκάψαντες με ταχύτητα, εύρον σιδηράν θήκην, εντός της οποίας ήτο το λείψανον του Μάρτυρος, επ’ αυτής δε της θήκης εύρον εγκεχαραγμένα γράμματα, τα οποία εφανέρωναν τους χρόνους κατά τους οποίους ετοποθετήθη το άγιον λείψανον, ως και που να τεθή εις το εξής. Αριθμήσαντες δε τους χρόνους εύρον, ότι είχον παρέλθει από της εναποθέσεως της λειψανοθήκης τετρακόσια έτη· όθεν ηυχαρίστησεν όλον το πλήθος και εδόξασε τον Θεόν. 

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Τη ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας ΜΑΡΙΑΜΝΗΣ, αδελφής του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου.

Μαριάμνη η μακαρία Μήτηρ ημών ήτο αδελφή του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου του εκ των Δώδεκα Μαθητών και Αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μετά δε την ένδοξον Αυτού Ανάληψιν, ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος μετά της αδελφής του Μαριάμνης και του Αποστόλου Βαρθολομαίου μετέβησαν εις Ιεράπολιν την εν Φρυγία ευρισκομένην, ένθα, επειδή ο Απόστολος εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού, οι εκεί ειδωλολάτραι τον εκρέμασαν ως και τον Βαρθολομαίον μετά της Μαριάμνης. Ότε δε έμελλε να αποθάνη, προσηυχήθη εις τον Θεόν και, ω του θαύματος! κατεχώσθη εις την γην ο ανθύπατος και άρχων ως και ο υποτεταγμένος εις αυτόν λαός, οι δε λοιποί, φοβηθέντες, παρεκάλουν τον Άγιον Βαρθολομαίον και την Αγίαν Μαριάμνην, ενώ ακόμη εκρέμαντο, ίνα μη και εκείνοι καταχωθώσιν. Ο δε Βαρθολομαίος πάλιν και η Μαριάμνη παρεκάλεσαν τον Άγιον Φίλιππον και όχι μόνον δεν τους κατέχωσεν εκείνους, αλλά και οι καταχωσθέντες διεσώθησαν, διότι δια της προσευχής του εξέβαλεν αυτούς από την γην, εκτός του ανθυπάτου και της γυναικός του, ονομαζομένης Εχίδνης. Ο Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη ανεχώρησαν τότε από την Ιεράπολιν και ο μεν Βαρθολομαίος μετέβη εις τας Ινδίας και την Μεγάλην Αρμενίαν όπου σταυρωθείς ετελειώθη, η δε Μαριάμνη, ελθούσα εις την Λυκαονίαν, ένθα εκήρυξε τον λόγον του Θεού και αφού εβάπτισε πολλούς, εν ειρήνη ετελειώθη. 

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Τη ΙΖ΄ (17ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Τήρωνος.

Θεόδωρος ο ένδοξος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους των βασιλέων της Ρώμης Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284-305), Μαξιμιανού Γαλερίου του εν τη ανατολή βασιλεύσαντος (τε΄ - τια΄ 305-311) και Μαξιμίνου του ανεψιού και διαδόχου του Γαλερίου, κατήγετο δε εκ της Αμασείας πόλεως της Καππαδοκίας, από το χωρίον Χουμιαλά. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έστειλαν οι βασιλείς διαταγάς, ότι όποιος εκ των Χριστιανών αρνηθή το Χριστόν και πιστεύση εις τα είδωλα θα έχη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς· όστις δε αρνήται να θυσιάση εις τα είδωλα και μένει εις την πίστιν του, να θανατώνεται με τιμωρίας και βασάνους. Χριστιανοί δε τινες μετέβαινον φανερά και ωμολόγουν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, διο και απέθνησκον με πολλάς τιμωρίας. Άλλοι πάλιν ηρνούντο φεύ εκ του φόβου των βασάνων τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Όσοι δε ούτε να αρνηθούν τον Χριστόν ήθελον, ούτε να μαρτυρήσουν ηδύναντο έφευγον εις τα όρη και εκρύπτοντο εις τα σπήλαια. Πολλοί δε πάλιν φοβούμενοι μήπως ανακαλυφθούν προσεποιούντο εις το φανερόν ότι είναι ειδωλολάτραι, εν τω κρυπτώ δε ελάτρευον τον Χριστόν. Εξ αυτών λοιπόν ήτο και ο Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων. Ούτος ήτο Χριστιανός κεκρυμμένος, εφοβείτο δε να παρουσιασθή, όχι δια τα μαρτύρια, αλλά διότι ενόμιζεν, ότι δεν ήτο ακόμη εκ Θεού δια να μαρτυρήση· δια τούτο ηθέλησε να δοκιμάση αν ήτο θέλημα Θεού. Και η δοκιμή ήτο η εξής: Ο Άγιος επειδή ήτο γνωστικός και ανδρείος ήτο εις το τάγμα των Τηρώνων (νεοσυλλέκτων). Μέλλοντες δε να υπάγωσιν εις την Ανατολήν δια φύλαξιν, διωρίσθη ο Άγιος εις την λεγεώνα δηλαδή εις τάγμα εκλεκτόν. Ανεχώρησαν λοιπόν με τον αρχηγόν των Βρίγκαν δια την Ανατολήν και μετέβησαν εις την πόλιν των Ευχαϊτων. Πλησίον δε της πόλεως ταύτης, περί τα τεσσαράκοντα μίλια, ήτο δάσος μέγα εις το οποίον κατώκει μέγας και φοβερός όφις, όθεν ουδείς ετόλμα να διαβή δια της οδού εκείνης. Πολλοί δε άνθρωποι φοβούμενοι το θηρίον άφησαν τα κτήματά των, τα οποία είχον εκεί πλησίον. Θέλων λοιπόν ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος να δοκιμάση και να ίδη, εάν είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση, μετέβη εις το δάσος έφιππος και εκοπίασε πολύ δια να εύρη το θηρίον, επειδή όμως επεριπάτησε πολύ και δεν το εύρεν, εκουράσθη και ηθέλησε να αναπαυθή, όθεν παρεμέρισεν ολίγον από το δάσος και εκοιμήθη. Γυνή δε τις πλουσία, ονόματι Ευσεβία, διέβαινεν εκ του τόπου εκείνου και ιδούσα αυτόν κοιμώμενον, επειδή ήτο φιλάνθρωπος, τον εξύπνησε λέγουσα· «Ω νεανία, εάν θέλης την ζωήν σου, φύγε εκ του τόπου τούτου, διότι εδώ κατοικεί θηρίον μέγα και φοβερόν και ουδείς τολμά να διαβή από τον τόπον τούτον· πως συ ετόλμησες και ήλθες εδώ»; Ο δε Άγιος ηρώτησε την γυναίκα λέγων· «Ποία είσαι συ»; Απεκρίθη η γυνή· «Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω κτήμα από τους γονείς μου εδώ, εκ του φόβου δε του θηρίου θα το αφήσω, διότι πολλούς ανθρώπους είδον ενώπιόν μου, όπου τους εφόνευσεν ο δράκων. Δια τούτο, σε παρακαλώ, να μη μείνης εις αυτόν τον τόπον και γίνης τροφή του θηρίου». Ενθαρρύνων τότε ο Άγιος την γυναίκα εκείνην λέγει προς αυτήν· «Γύναι, μη φοβού, μηδέ δάκρυζε· σήμερον θέλεις ελευθερωθή απ’ το θηρίον αυτό· ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός θέλει καταργήσει την δύναμίν του και θέλει σας λυτρώσει από τον πειρασμόν του· επειδή δε είχες την καλωσύνην να με ξυπνήσης, εύχομαι να σου δώση πάλιν ο Θεός τον τόπον, τον οποίον είχες κληρονομίαν». Αυτά είπεν ο Άγιος και ποιήσας το σημείον του Σταυρού ανέβη εις τον ίππον του και ώρμησεν εντός του δάσους, τότε ήκουσε τον θόρυβον τον οποίον έκαμνε το θηρίον. Όθεν έδραμεν ευθύς προς το σημείον από το οποίον ήρχετο ο θόρυβος και είδεν, ότι εξήρχετο ο δράκων εκ της κρύπτης του, πολύ φοβερός και πυρ εξήρχετο εκ των οφθαλμών του, έκαμνε δε και συριγμόν δυνατόν. Ευθύς τότε ο Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, έδραμεν εναντίον του δράκοντος και με το κοντάριόν του τον εκτύπησεν εις την κεφαλήν. Το δε θηρίον εκ του πόνου εσύριξε δυνατά και περιέστρεψε την ουράν του· αφού δε έκαμε και άλλα φοβερά τινα σχήματα εψόφησε. Τότε ο Άγιος εξήλθεν από το δάσος χαίρων και γνωρίζων, ότι ήτο θέλημα Θεού να μαρτυρήση, διότι ηννόησεν, ότι όπως ενίκησε τον αισθητόν δράκοντα θα νικήση και την δύναμιν του νοητού θηρίου, του διαβόλου. Αφού λοιπόν ηλευθέρωσε τον τόπον εκείνον ο Άγιος μετέβη πάλιν προς τους λοιπούς στρατιώτας του τάγματός του. Διάγων λοιπόν ο Άγιος μετά του τάγματός του ήλθεν ο καιρός κατά τον οποίον οι στρατιώται και ο αρχηγός των Βρίγκας ήθελον να θυσιάσουν εις τα είδωλα· και οι μεν άλλοι στρατιώται μετέβαινον και εθυσίαζον, ο δε μακάριος Θεόδωρος έμενεν εις την σκηνήν του. Τότε εγνωρίσθη, ότι είναι Χριστιανός. Ο δε Βρίγκας συναθροίσας όλον τον στρατόν λέγει προς τον Άγιον· «Θεόδωρε, διατί δεν θυσιάζεις όπως όλοι μας; Ή μήπως είσαι Χριστιανός»; Απεκρίθη τότε ο Άγιος με πολλήν παρρησίαν, λέγων· «Εγώ είμαι Χριστιανός εξ αρχής και εις τον Χριστόν μου πιστεύω και εις αυτόν θέλω να θυσιάζω». Λέγει ο Βρίγκας· «Θεόδωρε, έχε την πρώτην σου τιμήν και έλα να θυσιάσης εις τα είδωλα, μη θέλεις δε σήμερον να ατιμασθής από όλο σου το γένος και από όλους τους συντρόφους σου και πάθης κακόν, αλλά θυσίασε, όπως όλοι ο άλλοι στρατιώται, και μη γίνεσαι παραβάτης των βασιλικών διαταγμάτων· διότι, εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα πάθης μεγάλην ζημίαν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ φανερά σου το είπον, ότι είμαι Χριστιανός και δεν το αρνούμαι, αλλά πάλιν σου το λέγω, ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου προσκυνώ και αυτού είμαι στρατιώτης και εις αυτόν θυσιάζω». Ο δε Βρίγκας είπε· «Και οι στρατιώται όλοι Χριστιανοί είναι και όμως θυσιάζουν εις τους θεούς και μένουν στρατιώται». Αυτόν δε τον λόγον είπεν ο Βρίγκας, όχι διότι ήσαν πράγματι Χριστιανοί οι στρατιώται, αλλά δια να τους δοκιμάση και να ίδη εάν είναι και άλλος Χριστιανός εκ των στρατιωτών. Όταν ήκουσε τον λόγον τούτον ο Άγιος είπε προς τον Βρίγκαν·  «Έκαστος γνωρίζει τίνος είναι στρατιώτης· εγώ γνωρίζω και ομολογώ ότι είμαι στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, εκείνον έχω βασιλέα και εις εκείνον στρατεύομαι». Τότε δέκαρχός τις, ονόματι Ποσειδώνιος, θέλων να περιπαίξη τον Άγιον, είπε προς αυτόν ειρωνευόμενος· «Θεόδωρε, έχει ο Θεός σου υιόν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη με πολλήν παρρησίαν· «Ναι, ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει. «Τω Λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλμ. λβ: 6). Λέγει ο Βρίγκας· «Δυνάμεθα, Θεόδωρε, να ίδωμεν τον Υιόν του Θεού σου, όπου λέγεις»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν αφήσης την πλάνην σου και γίνης Χριστιανός, τότε θα εννοήσης ποίος είναι ο Υιός του Θεού, τον οποίον κηρύττω». Λέγει ο Ποσειδώνιος περιπαικτικώς· «Και εάν ηθέλαμεν εννοήσει τον Υιόν του Θεού σου, τι καλόν ηθέλαμεν απολαύσει ή τι κακόν θέλομεν πάθει, εάν δεν τον γνωρίσωμεν»; Λέγει ο Άγιος· «Πολύ είναι, Ποσειδώνιε, να αφήσης την πλάνην και να έλθης εις την αλήθειαν, να αφήσης το σκότος και να έλθης προς το φως· να αφήσης το στράτευμα του φθαρτού βασιλέως και να γίνης στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, όπως και εγώ». Τότε στραφείς ο Βρίγκας είπε προς τον Ποσειδώνιον· «Ας του δώσωμεν καιρόν μιας ημέρας να συλλογισθή το καλλίτερον». Τότε τον μεν Άγιον άφησαν, ήρχισαν δε να εξετάζωσιν άλλους Χριστιανούς. Ο δε ευλογημένος Θεόδωρος ήρχετο πλησίον εκείνων των Χριστιανών και τους εδίδασκε να μην αρνηθώσι τον Χριστόν· έλεγε δε προς αυτούς· «Αδελφοί μου Χριστιανοί και συστρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, μη φοβείσθε τας τιμωρίας και τα βάσανα ταύτα τα πρόσκαιρα, διότι μόνον εις την θεωρίαν έχουσι τον φόβον, όταν δε αποτολμήσετε και λάβετε εν ή δύο μαρτύρια, τότε τα επίλοιπα θέλει σας φαίνονται χαρά και αγαλλίασις. Προσέξατε, αδελφοί μου, μη αρνηθήτε τον Χριστόν, όστις είναι έτοιμος να σας αξιώση της Βασιλείας του. Αν θυσιάσητε εις τα είδωλα, τι κέρδος θα αποκτήσετε; Αναπόφευκτον είναι μίαν ημέραν να αποθάνητε, εάν δε αποθάνητε ειδωλολάτραι αλλοίμονον εις σας. Ίστασθε λοιπόν, αδελφοί μου, δυνατοί». Αυτά και άλλα λέγων ο Άγιος ενεδυνάμωνε τους Χριστιανούς. Και οι μεν τύραννοι τους άλλους Χριστιανούς εφυλάκισαν, ο δε Άγιος μετέβη δια νυκτός και έβαλε πυρ εις ελληνικόν τινα βωμόν ονομαζόμενον της θεάς Ρέας, δια να δείξη ότι όχι μόνον δια λόγων είναι Χριστιανός, αλλά και δι’ έργων, να δείξη δε και εις τους Έλληνας, ότι προσκυνούσι κωφά και αναίσθητα ξύλα. Μεγάλη λοιπόν σύγχυσις έγινεν εις τα Ευχάϊτα την ημέραν εκείνην δια τον βωμόν, όστις κατεκάη. Υπηρέτης δε τις του βωμού ονόματι Κρονίδης είχεν ίδει τον Άγιον, όταν έβαλε πυρ εις τον βωμόν και φοβούμενος μήπως θεωρηθή υπεύθυνος, επήρε τον Άγιον και τον επήγεν εις τον αρχηγόν του τόπου, ονόματι Πούπλιον και εστάθη έμπροσθέν του, λέγων· «Αυθέντα Πούπλιε, ο ασεβέστατος ούτος στρατιώτης του βασιλέως, όπως εις τον αρχηγόν του στρατού τον Βρίγκαν ωμολόγησεν, είναι Χριστιανός· αυτός κατέκαυσε και τον βωμόν της θεάς Ρέας και αντιτίθεται προς τα βασιλικά προστάγματα· δια τούτο έφερα αυτόν εις την εξουσίαν σου και συ, ως φρόνιμος δούλος των θεών, κάμε εις αυτόν, όπως ορίζουν οι νόμοι και οι βασιλείς». Τότε, όταν ήκουσε ταύτα ο Πούπλιος, εκάλεσεν ευθύς τον στρατηγόν Βρίγκαν και λέγει προς αυτόν· «Συ άφησες τον ασεβέστατον αυτόν να κατακαύση τον βωμόν της θεάς Ρέας»; Ο Βρίγκας απεκρίθη· «Εγώ του έδωσα άδειαν να συλλογισθή καλλίτερον, όχι να κατακαύση τον βωμόν· πολλάκις του είπον να θυσιάση και δεν με ήκουσεν, αλλά με περιέπαιζε λέγων, ότι είναι στρατιώτης του Ναζωραίου Ιησού και αρνείται την στρατιάν των ισχυρών βασιλέων. Αρχηγός λοιπόν είσαι και, όπως νομίζεις καλόν, τιμώρησε αυτόν μήπως και μεταβάλης την μιαράν του γνώμην». Τότε ο Πούπλιος λέγει προς τον Άγιον με πολύν θυμόν· «Ασεβέστατε στρατιώτα, αυτή είναι η τιμή την οποίαν δίδεις εις τους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσης εις τον βωμόν της μεγάλης θεάς Ρέας, συ επήγες και τον κατέκαυσες; Και με ποίαν τόλμην μετέβης, μιαρώτατε, και έκαμες τοιαύτην παρανομίαν; Δεν εδειλίασες τα βασιλικά προστάγματα»; Ο δε Άγιος απεκρίθη με πολλήν παρρησίαν· «Ηγεμών Πούπλιε, ομολογώ ότι εγώ είμαι εκείνος όστις κατέκαυσα τον βωμόν της Ρέας, διότι ηθέλησα να δοκιμάσω και να ίδω, εάν είναι θεά αληθινή· αλλ’ είδα ότι είναι ξύλον κωφόν και αναίσθητον· και τοιαύτην τιμήν πρέπει να έχωσι τα είδωλα, επειδή οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουσι, ώτα έχουσι και δεν ακούουσι, στόμα έχουσι και δεν ομιλούσι, πόδας έχουσι και δεν περπατούσι. Τι θεοί λοιπόν είναι αυτά τα άλαλα ξύλα»; Τότε ο ηγεμών, μη δυνάμενος να αντισταθή εις τους λόγους αυτούς, διέταξε να δείρουν δυνατά τον Άγιον, όταν δε ετελείωσαν το πρόσταγμά του λέγει προς αυτόν ο Πούπλιος· «Δια να σου φανώ γλυκόλογος, δια τούτο υπερηφανεύεσαι τόσον· αλλά εάν σε δοκιμάσω με βάσανα και με πολλάς τιμωρίας, τότε, και μη θέλων, θα υποταχθής εις τα βασιλικά προστάγματα». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Καθώς δεν δέχεσαι συ τους ιδικούς μου λόγους, έτσι και οι ιδικοί σου φοβερισμοί δεν με φοβίζουν· αι ιδικαί σου απειλαί μόνον τα μικρά παιδία φοβίζουν, αλλ’ εγώ έχω την δύναμιν του Χριστού μου, ήτις μοι είναι χαρά και αγαλλίασις. Ούτε λαμβάνω κατά νουν τας τιμωρίας με τας οποίας με απειλείς, διότι η δύναμις του Χριστού μου θα τας ελαφρώση». Λέγει προς αυτόν ο ηγεμών· «Θεόδωρε, θυσίασε εις τους θεούς να ελευθερωθής από τας τιμωρίας». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ό,τι θέλεις κάμε εις εμέ· εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι». Όταν ήκουσε ταύτα ο ηγεμών, έτριξε τους οδόντας του ως λέων και μετά θυμού πολλού είπε προς τους υπηρέτας του· «Λάβετε τον μιαρόν τούτον, ο οποίος μας θεωρεί ως ουδέν και θέσατε αυτόν εις την φυλακήν, κλείσατε δε καλώς τας θύρας και σφραγίσατε αυτάς με την σφραγίδα μου· μη του δώσητε δε άρτον, ούτε ύδωρ, ούτε άλλο τίποτε έως ότου αποθάνη κακήν κακώς»! Έλαβον λοιπόν αμέσως οι στρατιώται τον Άγιον και μεταφέραντες αυτόν εις την φυλακήν τον έθεσαν εις τα δεσμά. Αλλ’ επειδή ταύτα πάντα υπέμεινεν ο Άγιος δια την αγάπην του Χριστού, δια τούτο ούτε και ο Χριστός τον εγκατέλειψεν, αλλά κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα εφάνη ο ίδιος προς αυτόν και του λέγει· «Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου, μη λυπείσαι ουδόλως, ούτε να θλίβεσαι δια τον δαρμόν τον οποίον έλαβες δια την αγάπην μου· εγώ, καθώς πάντοτε, είμαι μετά σου· εις ολίγας δε ημέρας θέλεις έλθει εις την Βασιλείαν μου, μη λάβης δε τροφήν από τας χείρας αυτών! Η Χάρις μου θα σε τρέφη. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου». Και ο μεν Κύριος, ούτως ειπών, ανελήφθη. Ο δε Άγιος υπέμεινεν εις την φυλακήν, χαίρων και ψάλλων· έψαλλον δε μετ’ αυτού και Άγγελοι Θεού τόσον, ώστε οι φύλακες ενόμιζον, ότι είναι εις την φυλακήν Χριστιανοί και ψάλλουν μαζί με τον Άγιον! Μετέβησαν λοιπόν και παρατηρήσαντες είδον, ότι η φυλακή ήτο κλειστή, η δε σφραγίς του ηγεμόνος ήτο ακριβής και αβλαβής. Απεσύρθησαν τότε αλλά και πάλιν ήκουον φωνήν ανδρών πολλών, όθεν παρατηρήσαντες από θυρίδα τινά είδον ότι ήτο πλήθος ανδρών λευκοφόρων, οίτινες έψαλλον μετά του Αγίου! Ευθύς τότε μετέβησαν και είπον εις τον ηγεμόνα Πούπλιον, ότι μέσα εις την φυλακήν είναι πολλοί Χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουσι πόθεν εισήλθον! Όταν ήκουσε τούτο ο ηγεμών εφοβήθη και ευθύς ηγέρθη και μετέβη εις την φυλακήν μεθ’ όλων των στρατιωτών. Και τους μεν στρατιώτας έθεσε γύρω να προσέχουν την φυλακήν, εάν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβωσιν, αυτός δε εισήλθεν εντός της φυλακής και φωνήν μεν ήκουεν πολλών, ως ανωτέρω είπομεν, ουδένα όμως είδεν εντός αυτής ειμή μόνον τον Άγιον δεδεμένον και ησφαλισμένον εις το ξύλον. Όταν δε τον είδεν, φοβηθείς έκλεισε και πάλιν την φυλακήν και διέταξε τους φύλακας να του δίδουν εκάστην ημέραν από μίαν ουγγίαν (24 γραμμάρια) άρτου και ολίγον ύδωρ. Όταν δε οι φύλακες έφεραν την τροφήν εις τον Άγιον, ούτος δεν την εδέχθη, αλλά τους είπε· «Εγώ έχω τροφήν ουράνιον, ήτοι τον Χριστόν μου και την δύναμίν του, την δε ιδικήν σας μιαράν τροφήν δεν την θέλω. Λέγω δε και εγώ καθώς λέγει και ο Προφητάναξ Δαυϊδ· «Έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου» (Ψαλμ. ρμ: 5). Το πρωϊ διέταξεν ο ηγεμών και εξέβαλον τον Άγιον από την φυλακήν, όταν δε τον έφερον έμπροσθέν του είπε προς αυτόν· «Άκουσόν με, φίλε μου Θεόδωρε, και έλα θυσίασε εις τα είδωλα, πριν σε τιμωρήσω· και, μα την δύναμιν των θεών, να γράψω εις τους βασιλείς να σε χειροτονήσουν αρχιερέα των θεών να σε έχωμεν όλοι μας δια πρώτον, να γίνης και ισότιμος με ημάς και τιμήν μεγάλην να απολαύσης από τους βασιλείς». Ο δε Άγιος, όταν ήκουσε, πρώτον εγέλασε δια την αρχιερωσύνην, την οποίαν του επρότεινεν ο ηγεμών, έπειτα απεκρίθη και είπεν· «Ηγεμών Πούπλιε, μη νομίζεις, ότι με τοιαύτας κολακείας και ψευδολογίας θα νικήσης την γνώμην μου· πληροφορήσου καλώς, ότι καν πυρ με καύση, καν θάλασσα και ποταμοί με πνίξουν, καν ξίφος με κατακόψη, καν θηρία με φάγωσι, καν το σώμα μου όλον το κατακόψης εις μυριάδας τεμάχια, εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι έως ότου αναπνέω και έως ότου ζω και δια την αγάπην του Χριστού μου θέλω να βασανίζωμαι και να τιμωρούμαι πάντοτε». Ταύτα όταν ήκουσεν ο ηγεμών εθαύμασε πολύ δια την τόλμην του Αγίου· έλαβε λοιπόν κατά μόνας τον αρχηγόν Βρίγκαν και τον ηρώτησε τι να κάμη· ο δε Βρίγκας του είπε· «Αρχηγός είσαι εις τον τόπον αυτόν και κάμε ό,τι νομίζεις καλόν». Τότε διέταξεν ο Πούπλιος να τιμωρήσωσι τον Άγιον, κρεμώντες αυτόν με την κεφαλήν προς τα κάτω και να ξέωσι το σώμα του με σιδηράς χείρας, έως ότου ή αποθάνη ή θυσιάση· τόσον δε οι υπηρέται έξεον τον Άγιον, ώστε εφάνησαν τα πλευρά του· και οι μεν υπηρέται εκουράσθησαν ξέοντες, ο δε Άγιος άλλο δεν απεκρίνετο, ει μη έψαλλε μυστικώς· «Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, δια παντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματί μου» (Ψαλμ. λγ: 2). Ο ηγεμών, όταν είδεν ότι δεν κατορθώνει τίποτε, διέταξε να τον κατεβάσουν και λέγει προς αυτόν· «Δεν εντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζης εις ένα κακοθάνατον άνθρωπον, τον Ιησούν τον Ναζωραίον; Εις εκείνον πιστεύεις, ο οποίος ούτε τον εαυτόν του ηδυνήθη να βοηθήση»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Τοιαύτην εντροπήν να είχον πάντοτε, ασεβέστατε άνθρωπε, και εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, όσοι ελπίζουσιν εις τον Χριστόν». Κατά την ώραν εκείνην σύγχυσις μεγάλη εγένετο από το πλήθος των ανθρώπων, ο δε ηγεμών φοβούμενος μήπως γίνη κανέν κακόν από τον κόσμον, ηρώτησε πάλιν τον Άγιον λέγων· «Ας αφήσωμεν τας πολυλογίας και ειπέ μου λόγον βέβαιον και αποφασιστικόν· θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς ή να πάθης περισσοτέρας τιμωρίας»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ασεβέστατε και κληρονόμε πάσης διαβολικής τέχνης, δεν φοβείσαι τον Θεόν, ο οποίος σου έδωκε τοιαύτην εξουσίαν, αλλά με προστάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα»; Τότε ο ηγεμών αφήκε τον Άγιον ολίγην ώραν δια να σκεφθή τι να κάμη. Όταν δε παρήλθεν η ώρα λέγει προς αυτόν· «Τι επιθυμείς καλύτερον; Να είσαι μαζί μας ή με τον Χριστόν σου»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου ήμην, είμαι και θα είμαι». Όταν είδεν ο ηγεμών, ότι πλέον τίποτε δεν κατορθώνει, αλλά μάλιστα σύγχυσις γίνεται, απεφάσισε να αποτελειώσουν τον Άγιον και έγραψε την εξής απόφασιν· «Επειδή ο Θεόδωρος είναι κακός αποστάτης των βασιλικών προσταγμάτων, ηρνήθη δε τους ιδικούς μας θεούς και πιστεύει τον εσταυρωμένον Ιησούν, διατάσσω να τον καύσετε τελείως, τόσον ώστε ούτε η γη να δεχθή το μιαρόν του σώμα, αλλά να τον καταφάγη το πυρ, επειδή και αυτός κατέκαυσε τον ναόν της θεάς Ρέας». Τότε έλαβον ευθύς τον Άγιον οι στρατιώται δεδεμένον και τον μετέφεραν εις τον τόπον της καταδίκης του. Ο δε Άγιος έλυσε την ζώνην, την οποίαν είχε και έβγαλε και το ένδυμα και τα υποδήματα τα οποία εφόρει. Ηθέλησαν τότε οι στρατιώται να τον καρφώσωσιν εις την γην, δια να μη ταραχθή, αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε και είπεν· «Αφήσατέ με ακάρφωτον. Ο Χριστός, όστις μου έδωκε δύναμιν και υπέμεινα τας άλλας τιμωρίας, θέλει μου δώσει δύναμιν να υπομείνω και το πυρ». Δεν τον εκάρφωσαν λοιπόν, αλλά μόνον τον έδεσαν, ο δε Άγιος εσήκωσε τας χείρας του προς τον Θεόν και μετά δακρύων παρεκάλει, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του αθανάτου Πατρός, όστις δια την σωτηρίαν μας κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες εις την γην, ευχαριστώ σοι, διότι με ηξίωσας να υπομείνω βασάνους και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα, δοξολογώ σε, διότι με κατηξίωσες να μιμηθώ το Πάθος σου, υμνολογώ σε διότι με ενεδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου. Αξίωσόν με, Χριστέ μου, και της Βασιλείας σου. Και καθώς εγώ υπέμεινα τόσα μαρτύρια δια την αγάπην σου, ούτω και Συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου. Αλλά και τους στρατιώτας, οίτινες ήσαν μετ’ εμού, τώρα δε ευρίσκονται εις την φυλακήν δια το όνομά σου, αξίωσον και εκείνους να μαρτυρήσουν και να λάβουν θάνατον δι’ αγάπην σου, όπως και εγώ». Ενώ δε ηύχετο ούτω, κεκρυμμένος τις Χριστιανός, ονόματι Κλεόνικος, έβλεπε τον Άγιον και εδάκρυζε· λέγει δε προς αυτόν ο Άγιος· «Αδελφέ Κλεόνικε, σε περιμένω· όθεν ελθέ». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος ήρχισε πάλιν δεόμενος του Χριστού και λέγων· «Χριστέ μου, Θεέ αληθινέ, όστις πρώτος έδειξες το Μαρτύριον και υπέμεινας Σταυρόν και θάνατον δια την σωτηρίαν μας και δια να μας δείξης οδόν σωτηρίας και πώς να ερχώμεθα εις την Βασιλείαν σου, Συ δέξαι, Κύριε, και τούτο το Μαρτύριόν μου το μικρόν και παράλαβε την ψυχήν μου εις την αιώνιον Βασιλείαν σου, κατάταξον δε ταύτην  με τας ψυχάς των Αγίων σου Μαρτύρων· διότι, ελπίζων εις Σε, υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια την δόξαν σου έλαβα τον θάνατον». Ταύτα είπεν ο Άγιος και αμέσως επήδησεν εντός της καιομένης εκείνης καμίνου υμνών και δοξάζων τον Θεόν! Ο δε Θεός, δια να δείξη θαύμα και να δοξάση τον Άγιόν του, ωκονόμησε το εξής θαυμάσιον: Η φλοξ εκείνη έγινεν ως αψίς και περιεκύκλωσε μόνον το σώμα του Αγίου, δεν έβλαψεν όμως αυτό ουδόλως! Ο δε Άγιος, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Τότε η γυνή εκείνη Ευσεβία, περί της οποίας προείπομεν, ότι εξύπνησε τον Άγιον κοιμώμενον πλησίον του δάσους, κατώρθωσε δια πολλών χρημάτων να λάβη το ιερόν και χαριτόβρυτον λείψανον του Αγίου, μετέφερε δε τούτο εις την πατρίδα της τα Ευχάϊτα, όπου κατ’ έτος εώρταζε τον Άγιον και τον είχε βοηθόν της εις κάθε περίστασιν. Όχι δε μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου και όλος ο κόσμος τον είχον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Όχι δε μόνον όσοι είναι πλησίον αλλά και οι μακρόθεν ευρισκόμενοι ομοίως απολαμβάνουσιν από τον πλούτον των χαρισμάτων του. Άπειρα δε είναι τα θαύματα, ευλογημένοι Χριστιανοί, τα οποία έκαμνε και κάμνει ο Άγιος εις τους μετ’ ευλαβείας επικαλουμένους την χάριν του, από τα οποία θα είπωμεν ολίγα τινά προς πίστωσιν των πολλών και μάλιστα να είπωμεν πρώτον το θαύμα των κολλύβων, του οποίου την ετήσιον μνήμην επιτελούμεν ιδιαιτέρως κατά το πρώτον Σάββατον των Νηστειών εις ανάμνησιν της επιστασίας του Αγίου προς τους ευλαβείς Χριστιανούς, τους φυλάσσοντας τας εντολάς του Θεού. Αλλά παρακαλώ την αγάπην σας, όπως εντείνητε την προσοχήν σας, ίνα πληροφορηθήτε την υπεράγαθον ευσπλαγχνίαν του Θεού και την αμνησίκακον βοήθειάν του και πως προστατεύει πολλάκις τους Χριστιανούς, ίνα μη εμπέσουν εις ολισθηρόν βόθρον απωλείας ητιμασμένον υπό του αρχεκάκου δαίμονος και των ομοφρόνων αυτού, αλλά προνοεί περί αυτών και επισκέπτεται αυτούς. Όταν εβασίλευσεν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ο μιαρός και αποστάτης, ο οποίος εξέφερεν εντόνως πολλάς και διαφόρους βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού, κινούμενος υπό του πατρός αυτού, του σατανά, εσήκωσε θεομάχον χείρα εναντίον της ευσεβούς πίστεως των Χριστιανών, ίνα απομακρύνη αυτούς από της αγάπης του Θεού και καταφρονηθή υπό των ανθρώπων η Αγία του Χριστού πίστις, χάριν της τιμής και της λατρείας των δαιμόνων. Ω της συμφοράς! Ω της μανίας και λύσσης! Ήθελεν ο άθλιος να τιμώνται μεν τα είδωλα, ο δε Θεός να υβρίζεται! Επειδή λοιπόν είχε την λύσσαν ταύτην και την μεγάλην ασέβειαν, δεν παρέλειπε καθ’ ημέραν να τιμωρή τους Χριστιανούς. Άλλους μεν δια τρυπημάτω της κοιλίας, άλλους δι’ εξορύξεως των οφθαλμών και εκριζώσεως των οδόντων, άλλους δι’ αποκοπής της γλώσσης, και άλλους με σούβλας και τήγανα και όσα άλλα όργανα θανατηφόρα εφεύρισκον δια τον βασανισμόν των Χριστιανών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκμανείς ο μιαρός, δεν ηδύνατο να δώση τέρμα εις την ασέβειάν του, οι δε Χριστιανοί εδέχοντο το πλήθος των βασάνων με υπομονήν. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε ο ασεβής Ιουλιανός, φλογιζόμενος από την κακίαν, σκέπτεται και αποφασίζει φοβεράν και απάνθρωπον βουλήν, ούτε να μαστιγώνη, ούτε να θανατώνη κανένα, εκτός εάν δεν κατώρθωνε προηγουμένως να παραδώση όλους δια της απογνώσεως και της απελπισίας εις την ειδωλολατρίαν. Εάν δε ο Θεός δεν ήθελε βοηθήσει τους Χριστιανούς και διαλύσει και το μηχάνημα τούτο, ασφαλώς θα επετύγχανεν η πονηρά και ανοσία απόφασίς του. Είναι δε το τέχνασμα, το οποίον ηθέλησε να μεταχειρισθή ο Ιουλιανός, το εξής: βλέπων ο άθλιος, ότι οι Χριστιανοί κατά την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής εξαγνίζονται δια της νηστείας και της εκτενούς προσευχής, προσκαλεί κατά την πρώτην ημέραν τον έπαρχον της πόλεως, ο οποίος ήτο ομόφρων και όμοιος με αυτόν, ως προς την απιστίαν, και λέγει προς αυτόν· «Επειδή, ω έπαρχε, αφού μετεχειρίσθην πολλά και ποικίλα μηχανήματα, δεν κατώρθωσα να σβύσω την πίστιν των Χριστιανών και ένεκα τούτου ευρίσκομαι εις μεγάλην φροντίδα, μου ήλθεν από τους θεούς μας γνώμη καλή και αναντίρρητος, ότι οι Χριστιανοί την εβδομάδα ταύτην την πρώτην φυλάττουσι μετά πολλής επιμελείας δια νηστείας. Διατάσσω λοιπόν να σηκωθούν από την αγοράν όλα τα τρόφιμα και τίποτε να μη υπάρχη εις αυτήν εκτός εκείνων, τα οποία εγώ θα χορηγήσω, τρόφιμα δηλαδή και ποτά ραντισμένα με το αίμα των θυσιών ημών· διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον αναγκαστικώς θα αγοράσωσιν όλοι και θα φάγωσι και θα υπακούσωσιν εις ημάς, διότι θα γευθώσιν από την θυσίαν των θεών· ή, αν δεν υπακούσωσιν, θα αποθάνωσιν από την πείναν». Αυτά όταν ήκουσεν ο έπαρχος από το αντίθεον στόμα του βασιλέως, λέγεται ότι είπε· «Τώρα γνωρίζω, ότι η καρδία του βασιλέως είναι εις τας χείρας των θεών». Μετά τον λόγον τούτον του μιαρού βασιλέως ηκολούθησεν ευθύς η πράξις, και όσα μεν τρόφιμα υπήρχαν εις την αγοράν απεσύρθησαν, εξετέθησαν δε προς πώλησιν τα μεμιασμένα τρόφιμα και ποτά του βασιλέως. Τι λοιπόν έκαμεν ο πλάσας ημάς Θεός; Άραγε παρείδεν ή παρέβλεψε τους ευσεβείς δούλους του; Ουδαμώς. Αλλ’ ευθύς ως επεχειρήθη το φοβερόν και σατανικώτατον τούτο έργον, ευθύς επεμελήθη και ο Πανάγαθος Θεός την σωτηρίαν του χριστεπωνύμου λαού του, αποστείλας τον Μεγαλομάρτυρα αυτού Θεόδωρον, τον αληθέστατα δώρον Θεού, προς σωτηρίαν της πίστεως, ίνα δοξάση εκ των θαυμασίων αυτού έργων τον θεράποντα αυτού. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άγιος φανερώς και όχι εν οράματι προς τον Πατριάρχην των Χριστιανών, φανερώνων εις αυτόν το αντίθεον τερατούργημα του Παραβάτου Ιουλιανού και είπε προς αυτόν· «Πατριάρχα, σήκω γρήγορα και συνάθροισε το ποίμνιον του Χριστού και διαφύλαξε αυτό μετά μεγάλης προσοχής, παραγγέλλων να μη αγοράση ουδείς τίποτε από τα τρόφιμα, τα οποία υπάρχουν εις την αγοράν, διότι ο δυσσεβέστατος Ιουλιανός κατεμόλυνεν άπαντα δια του μιαρού αίματος της θυσίας αυτού». Ο δε Αρχιερεύς, θαυμάσας, είπε προς τον Άγιον· «Και πως λοιπόν, ω κύριέ μου, είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Εις μεν τους πλουσίους ίσως αυτό να είναι δυνατόν, καθ’ όσον έχουσι παρακαταθήκην τροφίμων· εις δε τους πένητας, οι οποίοι δεν έχουσιν ουδέ μιας ημέρας τροφήν, τι πράγμα πρέπει να δοθή προς παρηγορίαν της ανάγκης αυτών»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Κόλλυβα να προσφέρης εις αυτούς, κόλλυβα δια να ανακουφίσης την ανάγκην αυτών». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και τι είναι αυτά τα κόλλυβα; Δεν γνωρίζω». Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σιτάρι· να το βράσης και να το μοιράσης εις τους Χριστιανούς». Δια να δείξη δε ο Άγιος πόθεν ήλθε, λέγει προς τον Πατριάρχην· «Διότι τούτο το βρασμένο σιτάρι εις την χώραν των Ευχαϊτων συνηθίζομεν να το λέγωμεν κόλλυβα. Ούτω λοιπόν ποίησον και διατήρησον το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές και αμίαντον». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και ποίος είσαι, κύριε, ο οποίος φροντίζεις τόσον φιλανθρώπως και ευσπλάγχνως δια την σωτηρίαν ημών»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος, ο οποίος απεστάλην παρ’ αυτού εις σωτηρίαν και βοήθειαν ιδικήν σας». Τι λοιπόν τούτου παραδοξότερον και φιλανθρωπότερον θαύμα; Όντως, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! Καθώς ήκουσε λοιπόν  ταύτα ο Πατριάρχης, γεμάτος από θαυμασμόν και χαράν ηγέρθη, συνήθροισε τον λαόν του Χριστού και φανερώνει την επιστασίαν και την βοήθειαν του Μάρτυρος κηρύξας ταύτα εις όλους με ακρίβειαν, διεφύλαξε δε ούτω αβλαβές το ποίμνιον του Χριστού. Εις δε την αγοράν, μολονότι ετελείωνεν η εβδομάς, το τέχνασμα του Ιουλιανού έμενεν ανωφελές και χωρίς καμμίαν ενέργειαν, διότι ουδείς των Χριστιανών ηγόραζε τα μεμιασμένα τρόφιμα. Αφού λοιπόν ο Ιουλιανός ενικήθη φανερώς, απέσυρεν από την αγοράν τα μεμιασμένα τρόφιμα και έφερε τα συνήθη· οι δε Χριστιανοί ύμνησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον καλλίνικον Αυτού Μάρτυρα Θεόδωρον και ετέλεσαν χάριν αυτού φαιδράν και λαμπράν εορτήν. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι τώρα, η ενέργεια του θαύματος κηρύσσεται εις διδασκαλίαν των νηστευόντων Χριστιανών, ότι είναι μεγάλη δύναμις και πολλά πλήθη αμαρτημάτων δύναται να καλύψη και να αφανίση η καθαρά νηστεία. Ακούσατε τώρα άλλο θαύμα του Αγίου. Εις την χώραν των Ευχαϊτων υπάρχει επαρχία, ήτις λέγεται Ποντοηράκλεια. Εκεί επέδραμον ποτέ Ισμαηλίται πειραταί, οι οποίοι ηχμαλώτισαν πολύν λαόν των Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων λοιπόν ηχμαλώτισαν και τον μονογενή υιόν χήρας τινός. Επειδή δε η χήρα έκλαιεν ελεεινώς και απαρηγόρητα, διότι δεν είχεν άλλον υιόν δια να παρηγορήση την χηρείαν της, επορεύετο καθ’ εκάστην ημέραν εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και παρεκάλει αυτόν, οδυρομένη και κλαίουσα γοερώς και ταύτα λέγουσα προς αυτόν· «Γνωρίζεις, ω Άγιε Μεγαλομάρτυς, ότι εξ αρχής αφιέρωσα εις σε τον μονογενή μου υιόν. Εγώ μεν αυτόν εγέννησα, ιδικός σου δε υιός ήτο κατά Χάριν, ένεκεν δε τούτου ετέλουν καθ’ έκαστον έτος την ιεράν σου μνήμην και λειτουργίαν, ίνα διαφυλάττης αυτόν. Τώρα δε εμέ την ταλαίπωρον και δυστυχή με κατέστησες εντελώς έρημον και δεν έχω που να κλίνω την κεφαλήν μου. Δια τούτο σε παρακαλώ, Άγιε, επειδή έχυσες το αίμα σου υπέρ του Δεσπότου Χριστού και έχεις παρρησίαν προς Αυτόν και όσα θέλεις ζητήσει θα σου δώση ο Κύριος, ελευθέρωσον τον υιόν μου δια να εύρω παρηγορίαν η ταλαίπωρος». Ταύτα και άλλα πολλά έλεγεν η γυνή μετά πολλών δακρύων και στεναγμών, νύκτα και ημέραν, προς τον Άγιον υπέρ του υιού αυτής, ίνα ελευθερώση αυτόν ο Άγιος εκ της δεινής συμφοράς και αιχμαλωσίας, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαυϊδ, ότι, θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει. Ότε λοιπόν έφθασεν ο καιρός της εορτής του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, ενεθυμήθη η χήρα, όπως επιτελέση την εορτήν μετά χαράς και λαμπρότητος και δακρύουσα έλεγε καθ’ εαυτήν· «Πως και με ποίον τρόπον θα επιτελέσω χαίρουσα την εορτήν ταύτην, ενώ δεν είναι παρών ο γλυκύτατός μου υιός; Πως θα υπομείνω άνευ δακρύων και στεναγμών, αφού έχασα την παρούσαν μου ελπίδα; Δια τούτο σε παρακαλώ, ω γνήσιε δούλε του Θεού Θεόδωρε, παρηγόρησον μου την χηρείαν». Ταύτα λέγουσα η γυνή εισήρχετο συνεχώς εις τον Ναόν και έβρεχε τους πόδας του Μάρτυρος δια των δακρύων της, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον ετέλει την μνήμην αυτού. Τι λοιπόν; Άραγε, παρείδεν ο Κύριος την παράκλησιν αυτής; Ουδαμώς. Αλλά κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα, κατά την οποίαν ετελείτο η μνήμη του Μάρτυρος, αίφνης αοράτως, ενώ οι Ιερείς έψαλλον και ο λαός ύμνει, ευρέθη ο αιχμαλωτισθείς υιός εις το μέσον της Εκκλησίας, φερόμενος υπό του Αγίου και καθήμενος εις λευκόν ίππον! Ποίος τώρα να περιγράψη την χαράν και τας ευχαριστίας της γυναικός εκείνης; Ήκουσαν δε και οι πιστοί και οι ενάρετοι άνθρωποι τον κρότον των ποδών του ίππου και εξεπλάγησαν άπαντες δια το παράδοξον θαύμα, το οποίον έγινεν υπό του Αγίου. Βλέποντες δε και τον παίδα και ακούοντες αυτόν να διηγήται την υπό του Αγίου αρπαγήν αυτού εκ μέσου των Αγαρηνών, ηυχαρίστησαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Ακούσατε τώρα και έτερον θαύμα του Αγίου, το οποίον αναφέρει και η ακολουθία του εις το τροπάριον το λέγον· «Τους στρατιώτας παιδεύεις της αρπαγής απέχεσθαι». Είναι δε τούτο το εξής: Στρατιώτης τις, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, επρόκειτο να μεταβή εις πόλεμον· αφού δε προσεκύνησε τον Άγιον, ανεχώρησεν, όταν δε επέστρεψεν εκ του πολέμου, κατόπιν μεγάλης νίκης, μετέβη πάλιν, ίνα προσκυνήση αυτόν· εκβαλών δε το ξίφος αυτού, το οποίον ήτο κεκοσμημένον με πολύ χρυσίον και λίθους πολυτίμους, το αφιέρωσεν εις την Εκκλησίαν εις την οποίαν ήτο η λάρναξ του Αγίου, η περιέχουσα το τίμιον αυτού λείψανον, ευχαριστήσας δε τον Άγιον ανεχώρησεν. Άλλος δε τις στρατιώτης επορεύθη και αυτός δια να προσκυνήση το ιερόν λείψανον του Αγίου, διότι ήτο εξακουστός ο Άγιος εις όλους τους τόπους δια τα θαύματά του, ιδών δε το ξίφος εκείνο το ωραιότατον και κεκοσμημένον επεθύμησε σφοδρώς αυτό και ηθέλησε να το αφαιρέση, λέγων εν τη διανοία του· «Τούτο δεν χρειάζεται καθόλου εις τον Άγιον, καλλίτερον δε αρμόζει να το κρατώ εγώ, ο οποίος είμαι στρατιώτης, να το έχω ευλογίαν του Αγίου και βοήθειαν εις τον πόλεμον». Αφού λοιπόν έλαβε το ξίφος από την λάρνακα του Αγίου, το εφόρεσε και προσκυνήσας έφευγε με χαράν. Όταν όμως εξήρχετο από την Εκκλησίαν, τον ετύφλωσεν ο Άγιος και δεν εγνώριζε που επορεύετο. Μετανοήσας λοιπόν τότε ο στρατιώτης, επέστρεψε πάλιν το ξίφος εις την λάρνακα του Αγίου και αμέσως ανέβλεψε· παρατηρήσας δε εκ νέου το κάλλος του ξίφους, ενόμισεν ότι η τύφλωσίς του δεν προήρχετο από τον Άγιον και λαμβάνει πάλιν αυτό και το φορεί. Ευθύς όμως ως εξήρχετο από τον Ναόν έμεινε τυφλός. Ελθών δε ο Ιερεύς ο εφημερεύων εις τον Ναόν του Αγίου και ιδών τον στρατιώτην τυφλόν, ήρχισε να ερωτά αυτόν τι πράγμα του συνέβη· και αυτός διηγήθη λεπτομερώς την αιτίαν. Αφού λοιπόν παρεκάλεσε τον Ιερέα να κάμη παράκλησιν προς τον Άγιον, όπως συμπαθήση και συγχωρήση αυτόν, επέστρεψε το ξίφος εις τον Άγιον και άλλα εκατόν νομίσματα, μόνον δια να αναβλέψη. Τότε έλαβεν ο Ιερεύς έλαιον από την κανδήλαν του Αγίου, ήλειψε τους οφθαλμούς του στρατιώτου και ευθύς αναβλέψας έφυγε μετά πολλής χαράς, δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Έτερον θαύμα του Αγίου είναι το αναφερόμενον εις το τροπάριον αυτού το λέγον· «Μάταιον δρασμόν επέχεις οικετών». Είναι δε τούτο το εξής: Ο Άγιος ήτο, ως είπομεν, γστός εις όλους τους Χριστιανούς από τα πολλά τέρατα και σημεία, τα οποία έκαμνε φανερά, με την φανέρωσιν της κάθε ζημίας και δραπετεύσεως των υπηρετών. Πως και κατά τίνα τρόπον; Ακούσατε. Οι άνθρωποι, οι οποίοι ήρχοντο εις τον ιερόν τάφον αυτού μετά πίστεως, παρεκάλουν αυτόν θερμώς περί του πράγματος, το οποίον τους ενδιέφερεν ή δηλονότι δια θεραπείαν ασθενείας ή δι’ επανόρθωσιν ζημίας ή ό,τι άλλο, έπειτα δε ετελείτο η θεία λειτουργία. Διέμενε δε ο άνθρωπος εκείνος ζητών και παρακαλών και διανυκτερεύων εις την Εκκλησίαν. Εφανερώνετο δε εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος και απεκάλυπτε το πράγμα, το οποίον εζήτει. Άνθρωπος δε τις ευλαβής, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, είχεν υπηρέτην τινά καλόν και έντιμον, τον οποίον, επειδή έφυγε κρυφίως, εζήτει και δεν εύρισκε και ως εκ τούτου ευρίσκετο εις μεγάλην αθυμίαν και λύπην. Τρέχει λοιπόν προς τον Άγιον μετά προσευχής και λειτουργίας, παρακαλών αυτόν περί της φανερώσεως του υπηρέτου αυτού. Καίτοι όμως έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, δεν εφανερώνετο εις αυτόν ο Άγιος και ο άρχων ελυπείτο και ηγανάκτει. Κατά δε την τρίτην νύκτα, παρουσιασθείς εις αυτόν ο Άγιος, του λέγει· «Τι στενοχωρείσαι και αγανακτείς εναντίον εμού, ότι τάχα δεν εισακούω της προσευχής σου περί του υπηρέτου σου; Δεν ήμην εδώ, διότι διετάχθην υπό του Θεού να μεταβώ εις την Κωνσταντινούπολιν, επειδή ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος, άνθρωπος ενάρετος και φοβούμενος τον Θεόν, απέθανεν, αυτός ο οποίος πολύ ετίμησε και εδόξασε τους Αγίους Πάντας εις τον κόσμον αυτόν, τους Προφήτας, Αποστόλους, Οσίους και Μάρτυρας και πάντας τους ευαρεστήσαντας εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, άνδρας και γυναίκας, συντάξας εις αυτούς Απολυτίκια και Κοντάκια με γλώσσαν και σοφίαν, η οποία εδόθη εις αυτόν παρά Θεού. Δια τούτο λοιπόν εκλήθημεν όλα τα τάγματα των Αγίων να συνοδεύσωμεν την ψυχήν αυτού εις τους ουρανούς μετά πολλής τιμής και δόξης, ανταποδίδοντες την αγάπην και την τιμήν με την οποίαν εκείνος ετίμησεν ημάς εις τον κόσμον αυτόν. Δια τούτο δεν ήμην εδώ. Περί δε του υπηρέτου σου, μη στενοχωρείσαι, αλλά πήγαινε εις τον τάδε τόπον και θα εύρης αυτόν». Εξυπνήσας τότε ο άρχων εθαύμαζε δια την αγάπην του Αγίου και την φοβεράν αυτού διήγησιν. Μεταβάς δε εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν ο Άγιος, εύρε τον υπηρέτην του, δοξάζων τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Αλλά και μικρού παιδίου αίτησιν επλήρωσεν ο Άγιος, και ανθρώπους οι οποίοι εκινδύνευον εις την θάλασσαν διέσωσε, και άλλους αιχμαλώτους ηλευθέρωσε και κλέπτας εφανέρωσε, και ασθενείς εθεράπευσε και πλείστα άλλα ετέλεσε. Τοιαύτα είναι τα του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος θαύματα, τα οποία αείποτε επιτελεί εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας. Ης τη απείρω φιλανθρωπία αξιωθείημεν πάντες, οι της πατροπαραδότου ευσεβείας ερασταί, Ορθόδοξοι Χριστιανοί, των αιωνίων αγαθών εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων, δια των πρεσβειών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και πάντων των Αγίων. Αμήν.