Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Ο Όσιος Αντώνιος ο Ρώσος εις Άγιον Όρος.

Μεταξύ των μεγάλων και αναριθμήτων χαρίτων και δωρεών των αφθόνως χρεομένων παρά του Πατρός των φώτων επί την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, την ηγαπημένην αυτού Νύμφην, πλουσιώτατον δώρον είναι και η των Αγίων λαμπρότης, όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με τας εξαισίας θαυματουργίς τας παρ’ αυτών θεία δυνάμει τελουμένας. Διότι ο Κύριος τους δοξάζοντας Αυτόν δια βίου εναρέτου και πολιτείας υψηλής ισαγγέλου αναδεικνύει θαυμαστούς και ζώντας και μετά θάνατον και εν πάση τη γη ονομαστούς και το μνημόσυνον αυτών διαμένει αιώνιον· «δίκαιοι γαρ εις τον αιώνα ζώσι»· δίκαιον λοιπόν και πρέπον είναι ίνα ετησίως γεραίρωμεν την μνήμην αυτών δι’ ιεροτελεστιών και αγιωτάτων τιμών, διότι ο έπαινος και η προς τους Αγίους αναφερομένη τιμή, είναι μισθός της αρετής κατά τον ειπόντα· «Ο επαινών την αρετήν, αυτόν επαινεί τον Θεόν, παρ’ ου τοις νθρώποις η αρετή παροχετεύεται» και η προς τους Αγίους τιμή, απόδειξις είναι της προς τον Δεσπότην αγάπης, κατά τον μέγαν Βασίλειον· «Επειδή ο περί τα καλά έπαινος τους ραθύμους διεγείρει και προς ζήλον και μίμησιν των αυτών παρακινεί». Προς ταύτα συνεφώνει ανέκαθεν και η των ευσεβών ομήγυρις ιστορούσα δι’ αγίων εικόνων και συγγράφουσα τας πράξεις και τα ένθεα κατορθώματα των εν αγιότητι πολιτευσαμένων ανδρών. Η μεγίστη λοιπόν χάρις των μεγάλων του Θεού ευεργεσιών με την παραλαβήν του φωτός της αληθούς πίστεως ανέτειλε και λαμπρύνει την μεγίστην επικράτειαν της ευσεβεστάτης Ρωσίας· και οι από του πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναστηλωθέντες Σταυροί επί των ορίων της Ρωσικής Μητροπόλεως Κιέβου κι εις τας παδιάδας της μεγάλης νέας Πετρουπόλεως, έγιναν δια την Ρωσίαν δένδρα τω όντι ζωής και πανταχόθεν ήπλωσαν ρίζας βαθείας της Ορθοδόξου πίστεως, αίτινες έφερον εις αυτήν πολυειδείς λογικούς γλυκυτάτους καρπούς της ευσεβείας· ούτω δε πλουσίως εκόσμησαν με τας καρποφόρους αυτών παραφυάδας τους εις τον πολυάριθμον χορόν των αγίων του Θεού θεραπόντων ευρισκομένους, ων την απαρχήν πρώτος βέβαια ο θαυμάσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο σήμερον ευφημούμενος εκ του αγιωνύμου Όρους του Άθω εκόμισεν, ως ο λόγος θέλει δηλώσει και ακούσατε. Επί της βασιλείας του ευσεβεστάτου βασιλέως Βασιλείου του Μακεδόνος, αυτοκράτορος Ρωμαίων, τω 870 έτει από της του Σωτήρος ημών ενσάρκου οικονομίας, ηυδόκησεν ο την των ανθρώπων σωτηρίαν προνοούμενος Δεσπότης, ίνα και η επικράτεια των Ρώσων Σαρματοσκυθογετών δεχθώσι την αληθή και αμώμητον πίστιν του Χριστού, κατ’ αίτησιν δε αυτών απέστειλεν ο πιστότατος βασιλεύς Βασίλειος Αρχιερέα προς αυτούς άνδρα πάσης αγιωσύνης έμπλεων και σημειοφόρον όντα, Μιχαήλ καλούμενον, όστις δια λόγων και σημείων πληροφορών αυτούς και την των αγίων τριών Παίδων τερατουργίαν δημηγορών εις αυτούς, πως άφλεκτοι εν μέσω της φλεγομένης καμίνου εφυλάχθησαν, εζήτησαν και αυτοί, ίνα δείξη εις αυτούς τοιούτον θαύμα προς πίστωσιν βεβαίαν αυτών και παγίωσιν. Ο δε Αρχιερεύς, πειθόμενος εις τον του Σωτήρος αψευδέστατον λόγον, ότι «ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιεί και μείζονα τούτων ποιήσει», ώρισεν ίνα υπάγωσιν εις την κάμινον, και λαβών ανά χείρας το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, ηύξατο πρώτον προς Κύριον ειπών· «Δόξασόν σου το όνομα το Άγιον, Κύριε», και συν τω λόγω έρριψεν εις την πεπυρακτωμένην κάμινον το ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον εφυλάχθη αβλαβές και αλώβητον από του πυρός και μετά την χώνευσιν της φλογός εύρον αυτό λαμπρόν και καθαρόν· όθεν εις το παράδοξον του θαύματος  εκπλαγέντες οι λαοί, προσήλθον ολοψύχως εις την πίστιν μας και εβαπτίσθησαν άπαντες. Κατ’ εκείνους τους χρόνους, ο την σωτηρίαν πάντων προμηθούμενος Κύριος, ίνα το αγγελικόν πολίτευμα των μοναχών διαδοθή και εις τα μέρη εκείνα και πολλαπλασιασθή η ευσέβεια από τα τριάκοντα των πιστευσάντων εις εξήκοντα των εν κοινωβίω διαγόντων μιγάδων και εις εκατόν των εν σπηλαίοις και όρεσιν ασκουμένων μοναστών, ηυδόκησεν ο προ γενέσεως προορίζων και προσκαλών ως τον Σαμουήλ και Ευθύμιον, ίνα και ο θεράπων αυτού Αντώνιος αναδειχθή ο πρώτος καθηγέτης των εκείσε μοναχών και κτίτωρ των ευαγών εκείνων Μονών. Τούτον λοιπόν τον ουράνιον άνθρωπον και επίγειον Άγγελον εβλάστησεν η λαμπρά πόλις Λιούμπιτσα η πλησίον κειμένη της Μητροπόλεως Κιέβου, εις την οποίαν ο ευλογημένος εκείνος Καίσαρ Δόμας Βλαδίμηρος είχε τον θρόνον· ετέχθη δε από γονείς ευσεβείς και ευλαβεστάτους, οίτινες εδίδασκον αυτόν τον θείον φόβον και την τήρησιν των εντολών του Θεού. Έχων λοιπόν ο Όσιος παιδιόθεν τον ένθεον πόθον εν τη καρδία αυτού και επιθυμών τον ήρεμον και απράγμονα βίον των Μοναχών και ιδών ο φιλάνθρωπος Θεός την ένθεον διάθεσιν της ψυχής, ότι θέλει γίνει αίτιος πολλών σωτηρίας, έβαλεν αγαθήν βουλήν εις την καρδίαν αυτού. Διο και ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ένθα ήκμαζον τα ιερά φροντιστήρια, και έλαμπον οι σημειοφόροι Πατέρες. Διότι τότε δεν υπήρχον ακόμη Μοναστήρια εις Ρωσίαν, αλλ’ ολίγοι τινές ησύχαζον εις τους οίκους των και κατά μόνας. Απαρνησάμενος δε ο Άγιος γονείς, συγγενείς, ύπαρξιν και πάσαν γήϊνην προσπάθειαν, ανεχώρησεν εις αλλοδαπήν γην κατά τον Πατριάρχην Αβραάμ, καθώς ο Δεσπότης Χριστός, «καταλιπών τους πατρώους κόλπους και τας αϋλους δυνάμεις λαθών, κατήλθεν επί της γης δι’ ημάς πτωχεύσας ο πλουτών εν ελέει και ουκ είχε που την κεφαλήν κλίναι». Ήλθε λοιπόν ο Άγιος εις την βασιλίδα των πόλεων και περιελθών τους εν αυτή περικαλλείς Ναούς έσωθεν και έξωθεν αυτής και σεμνεία και Μονάς προσκυνήσας ευλαβώς, συνηντήθη μετά Μοναχών του όρους Άθω, μαθών δε το ερημικόν ύψος της πολιτείας των εν αυτώ ασκουμένων Οσίων ανδρών, ήλθεν εις το Όρος το Άγιον, ένθα θεωρών την ισάγγελον βιοτήν βρίθουσαν, εθαύμαζε και εξεπλήττετο, διότι οι θαυμάσιοι εκείνοι Πατέρες εν ακτημοσύνη ατέχνως επορεύοντο, ούτε σπείροντες, ούτε γεωργούντες γαίας, ούτε βόας ουδέ υποζύγια έχοντες, αλλά καλύβας εκ ξύλου και χόρτου προχείρως κατεσκευασμένας, ούτως εν χειμώνι και θέρει διεκαρτέρουν, ερημικόν και ήσυχον βίον διάγοντες. Ελθών λοιπόν ο Αντώνιος εις τον εν Οσίοις διαλάμποντα Θεόκτιστον τον εν τω όρει Σαμαρείας πρότερον ησυχάζοντα, είτα δε δια πολλής παρακλήσεως και ικεσίας των Πατέρων της Μονής του Εσφιγμένου δεξάμενον την ηγουμενίαν και κυβέρνησιν της Μονής, παρεκάλεσεν αυτόν ίνα δεχθή και συντάξη και αυτόν με την ομήγυριν των αδελφών. Ο δε ιερός Θεόκτιστος, προορατικού χαρίσματος ηξιωμένος ων και γνωρίσας την μέλλουσαν προκοπήν του νέου και ότι ήτο σκεύος εκλεγμένον της χάριτος, και ότι πολλοί δια μέσου αυτού έμελλον να σωθώσιν, υπεδέχθη αυτόν και συνηρίθμησε μετά της λοιπής αδελφότητος· τόσην δε υπομονήν και καρτερίαν εν τη υπακοή και ασκήσει επέδειξεν, ώστε εγένετο τύπος και παράδειγμα και υπογραμμός εναρέτου αγωγής εις τους λοιπούς αγωνιζομένους. Αφού δε εδοκιμάσθη εις τας διακονίας και εγυμνάσθη καλώς εις την άσκησιν μετά την κεκανονισμένην δοκιμασίαν των τριών ετών, κατά τους θείους θεσμούς, ενεδύθη το μέγα και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών και έκτοτε ηγωνίζετο περισσότερον, προσθέσας επί τους αγώνας και κόπους και άσκησιν με άκραν υπομονήν και ταπείνωσιν, ώστε οι αδελφοί εθαύμαζον την αρετήν αυτού και ηυλαβούντο αυτόν περισσότερον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ενασκουμένου του Αντωνίου και μιμουμένου εις όλα την αρετήν και ταπείνωσιν του αγίου Γέροντος αυτού απεικονίσματος εκείνου δειχθέντος, απεκαλύφθη εις τον άγιον Γέροντα δι’ ουρανίου οπτασίας, ίνα αποστείλη τον Αντώνιον εις την πατρίδα αυτού Ρωσίαν προς ωφέλειαν και σύστασιν μοναδικού πολιτεύματος, ως προωρισμένου όντος τούτου δι’ αυτό. Όθεν καλέσας αυτόν και φανερώσας εις αυτόν την θεϊκήν οπτασίαν, είπεν αυτώ· «Θέλημα Θεού είναι, τέκνον, ίνα απέλθης εις Ρωσίαν μεταφέρων την ευλογίαν του όρους Άθω και προσφέρης εις τον Θεόν πληθύν σωζομένων, και πλατυνθή και εις τα μέρη εκείνα το πνευματικόν σπέρμα· ταχέως δε θέλεις εγείρει εκεί σχολεία αρετής και ιερά φροντιστήρια εις άθροισιν των σωζομένων». Ο δε Αντώνιος, υπακούσας εις το θείον και πατρικόν πρόσταγμα και πληροφορηθείς και αυτός περί τούτου, αναβάς εις πλοίον απήλθεν εις την τότε πρωτεύουσαν της Ρωσίας, Κίεβον καλουμένην, και συναντηθείς μετά των από Κωνσταντινουπόλεως ελθόντων Μητροπολίτου και Μοναχών, οίτινες ήρχισαν να συνιστώσι μονύδρια και να διδάσκωσι την κοινοβιακήν διαγωγήν, εγνώρισεν εκ θείας αποκαλύψεως ότι δεν ήτο θέλημα Θεού ίνα μείνη μετ’ εκείνων, αλλά να συστήση ιδίαν ποίμνην. Περιελθών λοιπόν τους ερημικούς τόπους δια να εύρη τόπον αρμόδιον και ήσυχον κατά τον πόθον αυτού, ήλθεν εις τόπον τινά, Σπήλαιον καλούμενον, ένθα ευρών σπήλαιον (το οποίον ήτο πρότερον χαράδρα, ήνοιξαν δε και επλάτυναν αυτό οι εις αυτό οικήσαντες Βάραγγες) και τον τόπον ιδών επιτήδειον εις κατοίκησιν ο Αντώνιος και ποιήσας ευχήν εισήλθεν εις αυτό και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, υπομένων πολλήν κακουχίαν και στέρησιν των προς τροφήν αναγκαίων και υπό των πνευμάτων της πονηρίας ενοχλούμενος και μετ’ αυτών αντιμαχόμενος, οίτινες εδείκνυον εις αυτόν φόβητρα και σχήματα διάφορα, ίνα εκφοβήσωσιν αυτόν και διώξωσιν εκείθεν. Αλλ’ ο γενναίος, ως νήπια τα τοξεύματα λογιζόμενος, τα των δαιμόνων φαντάσματα υπέμεινεν ατρόμως, την θείαν αντίληψιν επικαλούμενος και εις αγώνας της ασκήσεως καταγινόμενος. Αποτυχών λοιπόν ο πονηρός να εκδιώξη εκείθεν τον Όσιον, ενήργησε δια μέσου οργάνων αυτού τον σκοπόν του·  ότι κατ’ εκείνον τον χρόνον ετελεύτησεν ο πιστός και ευσεβέστατος δουξ Βλαδίμηρος, εγερθείς δε εις τύραννος, Σιατοπόλκος καλούμενος, έλαβε δυναστικώς την αυθεντίαν καθίσας εις Κίεβον την πρωτεύουσαν. Ίνα δε στερεωθή εις τον θρόνον και μοναρχήση εφόνευσε τους ιδίους αυτού αδελφούς και τους της Εκκλησίας προεδρεύοντας μετά των άλλων αγίων και εναρέτων ανδρών. Ταύτας τας αιματοχυσίας και ταραχάς βλέπων ο Αντώνιος ανεχώρησεν εκείθεν και επανήλθεν εις το Άγιον Όρος προς τον Γέροντα αυτού· αλλ’ επειδή και εγεύθη το μέλι της ησυχίας και μη δυνάμενος να συνοική με συνοδείαν αδελφών, λαβών άδειαν κατώκησεν εις το Όρος το άνωθεν της Μονής του Εσφιγμένου κείμενον Σαμάρειαν καλούμενον και ησύχαζεν εκεί όπου τώρα είναι ο Ναός ο επ’ ονόματι αυτού κτισθείς. Ησυχάζοντος λοιπόν του Οσίου εις το όρος της Σαμαρείας, ο ευσεβέστατος δουξ Ιαροσλάβος πολεμήσας τον κακότροπον εκείνον και αιμοβόρον Σιατοπόλκον και κατατροπώσας αυτόν εξεδίωξε του Κιέβου και έγινε κύριος της αρχής. Αποστείλας δε ο ευσεβέστατος ούτος άρχων εις το σπήλαιον του Οσίου Αντωνίου το εν Παρεσκόβω εργάτας, ήνοιξε τον τόπον και τον εκαλλιέργησεν αποκαταστήσας εκεί μονύδριον, εγείρας και Ναόν εις αυτό επ’ ονόματι των Αγίων Αποστόλων, έβαλε δε εις αυτό Μοναχούς και Ιερείς, μετά των οποίων ήτο και εις ιερομόναχος ευλαβής και ενάρετος, Ιλαρίων καλούμενος, όστις δια προσταγής του Δουκός επροστάτευε της Μονής ταύτης. Εσύναξε δε και τους παρά του Σιατοπόλκου διωχθέντας Αρχιερείς και αποκατέστησεν αυτούς εις τους θρόνους αυτών, εγείρας και Ναόν εν Κιέβω επ’ ονόματι της του Θεού Λόγου Σοφίας, κατά μίμησιν του εν Κωνσταντινουπόλει περιβοήτου εκείνου Ναού. Παραλαβών είτα τον Ηγούμενον του Σπηλαίου ως ενάρετον και πνευματικόν τέκνον όντα του Αντωνίου, εποίησεν αυτόν Μητροπολίτην, εγκατέστησε δε τον θρόνον αυτού εις τον νεοοικοδομηθέντα Ναόν της Αγίας Σοφίας εις Κίεβον. Ούτος ο Ιλαρίων, ότε ηγουμένευεν εις το μονύδριον του Σπηλαίου, είχε καλλιεργήσει τον τόπον ένθα εκτίσθη ύστερον η μεγίστη Μονή, διότι πρότερον ήτο χαράδρα, έσωθεν της οποίας λαξεύσας μικρόν σπήλαιον δύο οργυιών ησύχαζεν εις αυτό αγωνιζόμενος κατά μίμησιν του Οσίου Αντωνίου προ της Αρχιερωσύνης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου