Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Μέρος Γ΄ . Η εξορία του Ιωάννου και η εν Πάτμω δράσις αυτού.

κ΄   Περί Σωσιπάτρου του σώφρονος και της μητρός αυτού Προκλιανής.                               

Αντικατασταθέντος του υπάρχοντος ηγεμόνος της νήσου Πάτμου, ήλθεν έτερος τοιούτος διοικητής των Κυκλάδων νήσων, Μακρίνος ονόματι, Έλλην κατά την θρησκείαν, ωμότατος και άσπλαγχνος προς τους Χριστιανούς· ούτος δε περιερχόμενος χάριν επισκέψεως τας πόλεις της νήσου, ήλθεν εις την Φλωράν και εκείθεν εις την Κάρον· διότι αύτη ήτο πόλις περισσότερον εμπορική. Εις την πόλιν ταύτην κατώκει γυνή τις χήρα και πολύ πλουσία, ονομαζομένη Προκλιανή, έχουσα και υιόν έως ετών εικοσιτεσσάρων, ωραιότατον κατά το σώμα, κατά δε την ψυχικήν διάθεσιν και ευπρέπειαν όμοιον κατά πάντα του δικαίου Ιωσήφ του παγκάλου και σώφρονος· ωνομάζετο δε ο καλός ούτος νέος Σωσίπατρος. Η Προκλιανή λοιπόν, εξ επιβουλής του δαίμονος, έλαβεν επιθυμίαν αισχράν προς τον υιόν της, και εκαίετο από τον δαιμομιώδη τούτον λογισμόν. Εν μια δε των ημερών αναισχυντήσασα πλέον, λέγει προς τον υιόν της: «Τέκνον Σωσίπατρε, έχομεν χρήματα και αγαθά πολλά· ας φάγωμεν όθεν, ας πίωμεν και ας ευφρανθώμεν· άκουσον δε και τούτο: «μη λάβης άλλην γυναίκα· διότι ιδού εγώ δεν είμαι γραία, αλλά νέα και εύμορφος. Θα είμαι λοιπόν εγώ εις σε αντί γυναικός, και συ θα είσαι εις εμέ αντί ανδρός· και μήτε συ να αφήσης να εισέλθη εις τον οίκον ημών άλλος ανήρ, ούτε εγώ θα επιτρέψω να εισέλθη εις αυτόν ξένη γυνή»· ήτο δε και αύτη ωραιοτάτη σφόδρα, και εσύρετο από τον ολέθριον λογισμόν της ψυχικής απωλείας του υιού της. Διδάσκοντος λοιπόν μίαν ημέραν του Ιωάννου εις ένα δημόσιον τόπον και αντιλεγόντων των ακουόντων, ελθών ο Σωσίπατρος εστάθη πλησίον αυτού· στραφείς δε ο Ιωάννης και ιδών αυτόν, λέγει μετά γλυκύτητος: «Τέκνον Σωσίπατρε»· ούτος δε θαυμάσας είπε: «Πόθεν με γινώσκεις, διδάσκαλε»; Απεκρίθη ο Ιωάννης ειπών: «Έχω ν σοι είπω έν λόγον». Λέγει ο Σωσίπατρος: «Ειπέ, Πάτερ». Λέγει πάλιν ο Ιωάννης: «Εις μίαν πόλιν υπήρχε μία γυνή ονομαζομένη «Απάτη», έχουσα και υιόν εύμορφον, του οποίου το όνομα ήτο «Μη απτώμενος»· εις δε εχθρός κάκιστος έσπειρε λογισμούς εις την «Απάτην», δια να απατήση τον «Μη απατώμενον». Πλην η μεν «Απάτη» ηπατάτο, ο δε «Μη απατώμενος» δεν ηπατάτο. Ενοχλήσασα επί πολύν χρόνον η «Απάτη» τον «Μη απατώμενον» και μηδέν κατορθώσασα, κατηγόρησε συκοφαντήσασα αυτόν εις τον κριτήν, συγγενή αυτής υπάρχοντα· ούτος δε διέταξεν αφρόνως να τιμωρήσωσι σκληρώς τον «Μη απατηθέντα»· όμως άνωθεν θεία δίκη τον καθαρόν εκαθάρισε και τον σκοτεινόν περισσότερον εσκότισε. Ποίον λοιπόν εκ των δύο νομίζεις, ω Σωσίπατρε, ότι είναι δίκαιον να επαινέσωμεν; Την μητέρα ή τον υιόν»; Ο δε Σωσίπατρος, καθώς η διψώσα γη δέχεται την βροχήν, δεχθείς τον λόγον και εννοήσας ότι δι’ αυτόν και την μητέρα του ελέγετο, είπε: «Δίκαιον είναι να επαινέσωμεν τον υιόν και να αποστραφώμεν την μητέρα αυτού». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ύπαγε λοιπόν μετ’ ειρήνης εις τον οίκον σου και έχε την μητέρα σου ως μητέρα και όχι ως απάτην». Πεσών δε ο Σωσίπατρος εις τους πόδας του Ιωάννου, παρεκάλει αυτόν ίνα εισέλθη εις τον οίκον του δια να τον φιλοξενήση, και ηκολουθήσαμεν αυτόν. Εισελθόντες όμως εις την οικίαν, μόλις είδεν ημάς η Προκλιανή εθυμώθη μεγάλως· και προσκαλέσασα ιδιαιτέρως τον Σωσίπατρον, είπε προς αυτόν: «Δεν σοι είπον να μη αφήσης ξένον άνδρα να εισέλθη εις τον οίκον μας, και εγώ να μη αφήσω ξένην γυναίκα; Διατί λοιπόν έφερες εδώ αυτούς τους εμπαίκτας και απατεώνας»; Λέγει προς αυτήν ο Σωσίπατρος: «Μη νομίζης, ω μήτερ μου, ότι οι άνθρωποι ούτοι ήλθον με κακόν σκοπόν εις την οικίαν μας· αλλ’ αφού παραθέσωμεν εις αυτούς τράπεζαν και φάγωσιν άρτον, θα αναχωρήσωσι μεταβαίνοντες εις τον δρόμον αυτών». Απεκρίθη η Προκλιανή λέγουσα: «Όχι, δεν θα φάγωσιν, αλλά μετά πάσης ατιμίας θα διώξω αυτούς εκ του οίκου ημών, μήπως διαστρέψωσι τον λογισμόν σου και μισήσης την ιδίαν μητέρα σου, και αποθάνω εγώ πικρώς δια σε». Ο δε Σωσίπατρος, κολακεύων την Προκλιανήν δια να ησυχάση, ώστε φιλοξενών να ευχαριστήση ημάς, έλεγε προς αυτήν: «Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος επί της γης, ω μήτερ μου, ο οποίος θα δυνηθή να διαστρέψη τον λογισμόν μου και να με φέρη εις μίσος και αποστροφήν της ιδίας μητρός μου· μόνον ας φιλοξενήσωμεν τους ανθρώπους τούτους, και εγώ θα υπακούσω εις πάντα όσα επιθυμεί η ψυχή σου». Υπήκουσε δε η Προκλιανή εις τους λόγους του Σωσιπάτρου, ελπίζουσα ίνα έχη και αυτή υπήκοον τον νέον εις την αισχράν και παράνομον επιθυμίαν της. Παρέθεσε λοιπόν εις ημάς τράπεζαν ο Σωσίπατρος και πάσαν την υπηρεσίαν της τραπέζης αυτός μόνος εποίει, και αυτός μόνος συνέτρωγε μεθ’ ημών· η δε Προκλιανή, καθημένη πλησίον, ηκροάζετο μόνον μήπως ο Ιωάννης ομιλήση τι εις τον Σωσίπατρον και διαστρέψη τον λογισμόν αυτού. Και αφού εφάγομεν, είπεν ο Ιωάννης: «Ελθέ, τέκνον Σωσίπατρε, ίνα προπέμψης ημάς έως έξω του οίκου σου»· και ακολουθούντος ημάς τούτου, συνηκολούθει και η Προκλιανή δια να επιστρέψη συντόμως τον Σωσίπατρον· φθάσαντες δε εις τας έξω θύρας, ήθελεν ο Σωσίπατρος να εξέλθη με ημάς και ακούση τους λόγους του Ιωάννου προς ωφέλειάν του· αλλ’ η Προκλιανή ημπόδιζεν αυτόν λαβούσα εκ της χειρός και λέγουσα: «Ελθέ, τέκνον, εντός της οικίας· διότι δεν σε αφήνω να εξέλθης εξ αυτής · λέγει προς αυτήν ο Σωσίπατρος: «Άφησόν με, ω μήτερ, δια να προπέμψω ολίγον τους ανθρώπους, υποδεικνύων εις αυτούς τον δρόμον, και συντόμως θέλω επιστρέψει προς σε». Εκείνη όμως έχουσα εντός αυτής τον διαβολικόν σπόρον της απωλείας και το θανατηφόρον δηλητήριον της επιθυμίας, έλεγε προς αυτόν: «Δεν θα εξέλθης εκ της οικίας, εάν δεν πληρώσης την επιθυμίαν μου». Εστενοχωρήθη ο Σωσίπατρος μεγάλως δια τούτο, διότι εγνώριζε καλώς την δαιμονικήν γνώμην της Προκλιανής, επειδή πολλάκις είχεν ενοχλήσει αυτόν προς τον σκοπόν τούτον· όθεν και λέγει προς αυτήν: «Μη συμπεριφέρησαι ούτως απρεπώς, ω μήτερ, αλλ’ είσελθε εις τον οίκον σου, και εγώ θα επιστρέψω συντόμως προς σε»· επιμενούσης δε εκείνης και κρατούσης αυτόν εκ της χειρός, ώθησεν αυτήν προς τα οπίσω ο Σωσίπατρος και ερρύσθη εκ των χειρών της ακολουθήσας ημάς, και επί τέσσαρας ημέρας δεν ηθέλησε να επιστρέψη εις τον οίκον του, φοβούμενος τον πειρασμόν της μητρός και την απώλειαν, αλλ’ ήτο μεθ’ ημών διδασκόμενος υπό του Ιωάννου. Η δε Προκλιανή, μη δυναμένη να ησυχ΄ση εκ του δαιμονικού πολέμου και βιαζομένη υπό της αισχράς επιθυμίας, εξήλθε την τετάρτην ημέραν προς αναζήτησιν του Σωσιπάτρου· και καθ’ ην στιγμήν εδίδασκεν ο Ιωάννης εις ένα δημόσιον τόπον και ήτο παρών μεθ’ ημών ο Σωσίπατρος, ήλθεν εκεί η Προκλιανή, και ιδούσα αυτόν, ανεχώρησεν αισχυνομένη το πλήθος του λαού· επιστρέφουσα δε ήλθε κατά πρόσωπον του Σωσιπάτρου, αγνοούντος εκείνου και μη προφθάσαντος ίνα υποχωρήση, και συλλαβούσα αυτόν εκ των ενδυμάτων, εκράτει ισχυρώς· ούτος δε έλεγε προς αυτήν: «Άφες με, ω μήτερ μου, και εγώ θέλω ποιήσει το θέλημα της καρδίας σου». Επειδή όμως επέμενεν εκείνη κρατούσα αυτόν, ηγωνίζετο ο νέος δια να απαλλαγή εκ των χειρών και του μολυσμού της Προκλινής· και πολλής φιλονικίας γενομένης μεταξύ αυτών, αφού είδεν η Προκλιανή ότι δεν επείθετο ο νέος ίνα ακολουθήση αυτήν και πληρώση την ανοσίαν και παράνομον αυτής επιθυμίαν, θυμωθείσα μεγάλως και γενομένη έξω εαυτής, ενεργουμένη υπό του δαίμονος, ήρχισε να εκβάλλη αγρίας φωνάς οδυρομένη μεγάλως ως παθούσα μέγα κακόν. Ακούσαντες τας φωνάς της Προκλιανής δύο στρατιώται, άνθρωποι του ηγεμόνος, συλλαβόντες αυτήν και τον Σωσίπατρον, έφερον αμφοτέρους προς τον ηγεμόνα· εκείνη δε άνευ ουδεμιάς εντροπής εκβαλούσα το κάλυμμα της κεφαλής της, και δια των χειρών εκριζώνουσα τας τρίχας αυτής, έλεγεν ούτω προς τον ηγεμόνα: «Πρακαλώ την εξουσίαν σου, όπως δώση προσοχήν εις τους λόγους μου· αποθανών ο ανήρ μου εγκατέλειψέ μοι τούτον τον υιόν μου ορφανόν, όντα τεσσάρων ετών, τον οποίον μετά μυρίων κόπων και μόχθων ναθρέψασα έφερον εις αυτήν την ηλικίαν, υπάρχοντα ήδη εικοσιτεσσάρων ετών. Έχει όμως ούτος δέκα ημέρας σήμερον όπου με ενοχλεί και επιτίθεται σφοδρώς, ίνα κοιμηθώ μετ’ αυτού». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και πιστεύσας ως αληθή τα λεγόμενα υπό της Προκλιανής εθυμώθη μεγάλως· και χωρίς να ακούση την απολογίαν του καθαρωτάτου και αθωοτάτου νέου, διέταξεν αμέσως ίνα φέρωσι νωπά δέρματα βοών και διάφορα φαρμακερά θηρία, όφεις και λοιπά, και εντός των δερμάτων να κλείσωσι μετ’ αυτών τον Σωσίπατρον. Ενώ δε ταύτα ητοιμάζοντο, ακούσας ο Ιωάννης, έδραμε προς το κριτήριον, και δια μεγάλης φωνής είπε προς τον ηγεμόνα· «Άδικος η κρίσις την οποίαν απεφάσισας κατά σώφρονος και ανευθύνου παιδός, ω ηγεμών»· ιδούσα δε η Προκλιανή τον Ιωάννην ελθόντα εκεί, έκραξε μετά δακρύων λέγουσα προς τον ηγεμόνα: «Ούτος ο άνθρωπος είναι ο διαστρέψας τον υιόν μου και οδηγήσας αυτόν προς την αισχράν ταύτην γνώμην και πράξιν· διότι ελθών αυτός εις τον οίκον μου, δια να φάγη άρτον, εδίδαξε τον άστατον τούτον υιόν μου την βδελυκτήν αυτήν κατάστασιν». Πειθόμενος δε ο ηγεμών περισσότερον εις τους λόγους της γυναικός, ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις την απολογίαν του Ιωάννου, διότι εμαρτύρουν και πάντες οι παρευρισκόμενοι, ότι απ’ αρχής η Προκλιανή ετήρει μεγάλην και άκραν σωφροσύνην· όθεν διέταξεν ίνα συλληφθή και κρατηθή ασφαλώς ο Ιωάννης, να φέρωσι δε και έτερα νωπά δέρματα βοών και δηλητηριώδη ερπετά, όπως δι’ αυτών θανατώση και τον Ιωάννην δια του ιδίου τρόπου. Αφού είδεν ο Ιωάννης ότι βαδίζει προς εκτέλεσιν η προσταγή του ηγεμόνος, και πάντα τα προς θάνατον ετοιμασθέντα, στενάξας προσηύχετο νοερώς προς τον Θεόν· πριν δε συμπληρώση την ευχήν αυτού, αίφνης γίνεται κίνησις της γης και κρότος μέγς, και εξηράνθη η χειρ του ηγεμόνος, εκτείναντος αυτήν προς τον Ιωάννην· ομοίως και της Προκλιανής, εχούσης την δεξιάν χείρα τεταμένην κατά του Ιωάννου και ψευδολογούσης, εξηράνθη αύτη και επάγωσεν ωσεί λίθος γενομένη, και πάντες οι παριστάμενοι έμειναν ως νεκροί· μόνον δε ο Ιωάννης και ο Σωσίπατρος ίσταντο πλησίον των νωπών δερμάτων και των φαρμακερών εκείνων θηρίων. Βλέπων ταύτα ο ηγεμών και την γην εξακολουθούσαν να σείηται, εβόησε προς τον Ιωάννην λέγων: «Άνθρωπε του Θεού, ποίησον ευχήν ίνα αποκατασταθή η χείρ μου υγιής και παύση ο κλόνος της γης, όπως πιστεύσω και εγώ εις τον υπό σου κηρυττόμενον Θεόν». Ο δε Ιωάννης υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και στενάξας είπεν: «Υιέ και Λόγε του Θεού και Πατρός, ο την παντοδύναμόν σου χείρα εξαποστείλας ενθάδε προς σωφρονισμόν των αφρόνων και ακολάστων, αυτός κατάπεμψον και το πλήθος των αφάτων σου οικτιρμών και πάντα εις την αρχαίαν τάξιν αποκατάστησον· συ γαρ ει ο Βασιλεύς των αιώνων και πάσης δυναστείας και ισχύος επικρατών, Ιησού Χριστέ». Πάραυτα δε μετά την ευχήν, της μεν γης εσταμάτησεν η κίνησις, του δε ηγεμόνος και της Προκλιανής ευεραπεύθησαν αι χείρες, και πάντες οι κατά γης κείμενοι ως νεκροί εξανέστησαν σώοι. Τότε ο ηγεμών, ιδών τα παράδοξα ταύτα, είπε προς τον Ιωάννην· «Απόστολε του Χριστού, είσελθε εις τον οίκον μου, όπως φάγης άρτον μετ’ εμού»· και λαβών ημάς και τον Σωσίπατρον έφερεν εις την οικίαν του, και αφού εφάγομεν, εμείναμεν εκεί την νύκτα εκείνην· διότι δεν έπαυσεν ο Ιωάννης διδάσκων τον ηγεμόνα περί του λόγου της ζωής· την δε ακόλουθον ημέραν προσέπεσεν ο ηγεμών εις τον Ιωάννην παρακαλών όπως βαπτίση αυτόν μετά της γυναικός και του υιού αυτού. Κατηχήσς όθεν αυτούς, εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Την επομένην ημέραν εξελθόντες μετά πολλής τιμής εκ της οικίας του ηγεμόνος, είπεν ο Ιωάννης προς τον Σωσίπατρον: «Τέκνον, ύπαγε εις τον οίκον σου και την μητέρα σου»· εκείνος δε δεν ήθελεν, αλλ’ έλεγε: «Θα σε ακολουθήσω, Πάτερ, όπου και αν υπάγης, και δεν θέλω πλέον να εισέλθω εις τον οίκον μου, ουδέ να ίδω την αθλίαν μητέρα μου· θα εγκαταλείψω όθεν τα πάντα και είμαι ευχαριστημένος να ακούω μόνον τους λόγους του Χριστού, οι οποίοι εξέρχονται εκ του αγίου σου στόματος». Λέγει προς αυτόν ο Απόστολος: «Μη έχης πλέον εις τον νουν σου τους πονηρούς λόγους, τους οποίους ήκουσας πριν παρά της μητρός σου· διότι εγκατέλειψε πλέον αύτη τας πονηράς και διαβολικάς υποθέσεις και φροντίζει μόνον δια την σωτηρίαν της. Δεν θα ακούσης εις το εξής λόγον κακόν εκ του στόματος αυτής, ουδέ θα ίδης σχήμα δαιμονικόν. Ευρίσκεται πλέον μετανοούσα και απεχομένη των ακαθάρτων λόγων και σχημάτων, τα οποία εποίει δια την καταστροφήν σου». Μετά τους λόγους τούτους, λαβών ο Ιωάννης τον Σωσίπατρον εκ της χειρός, ανήλθομεν εις τον οίκον αυτού· εύρομεν δε την Προκλιανήν κειμένην επί του εδάφους κλαίουσαν και μετανοούσαν ειλικρινώς δια τα κακά, τα οποί είχε διαπράξει. Καθώς δε ήκουσεν αύτη ότι ήλθεν ο Ιωάννης εις την οικίαν αυτής, εγερθείσα έδραμεν εις προϋπάντησιν αυτού· και προσπεσούσα εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων πολλών, εβόα λέγουσα: «Ήμαρτον εις τον Θεόν και εις σε, άνθρωπε του Θεού, και εις τον υιόν μου, και δεν είμαι αξία να ζω πλέον· αλλά παρακαλώ σε να με συγχωρήσης την τελείως απηλπισμένην· διότι πως θα τολμήσω να υψώσω το πάσης αισχύνης πεπληρωμένον πρόσωπόν μου και να ίδω σε και το τέκνον μου, το οποίον προσεπάθησα εγώ η αθλία να θανατώσω κατά την ψυχήν και το σώμα»; Και ταύτα λέγουσα, έβρεχε δια των δακρύων τους πόδας του Ιωάννου· ούτος δε ήπλωσε την χείρα αυτού, ίνα εγείρη αυτήν, αλλ’ αύτη δεν εδέχετο κατ’ ουδένα λόγον, κλαίουσα πικρώς και με ελεεινάς φωνάς εξωμολογείτο την γενομένην εις αυτήν διαβολικήν πλάνην και επιβουλήν κατά του υιού της· και τόσον πολύ έκλαιεν, ώστε ελυπήθημεν και εδακρύσαμεν και ημείς· ικανώς δε και ο Σωσίπατρος έκλαυσε. Τότε λοιπόν ο Απόστολος λέγει προς την Προκλιανήν: «Εγέρθητι, τέκνον, διότι εύρες συγχώρησιν των πταισμάτων σου παρά Κυρίου δια της απολυτρώσεως της εις Χριστόν πίστεως»· και εγερθείσα δεν ετόλμα ίνα ατενίση προς τον Ιωάννην· αρχίσας δε εκ των θείων Γραφών και ποιήσας αρκετήν διδασκαλίαν ο Ιωάννης, κατήχησεν αυτήν και εβάπτισε μετά του υιού της Σωσιπάτρου και πάντων των ανθρώπων του οίκου αυτής. Και μετ’ ολίγας ημέρας λαβούσα η Προκλιανή αρκετά χρήματα, έφερε και έρριψεν αυτά εις τους πόδας του Αποστόλου λέγουσα: «Λάβε ταύτα, κύριε, ίνα διμοιράσης εις τους χρείαν έχοντας». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Έχεις, τέκνον, και άλλα χρήματα εις τον οίκον σου»; Η δε Προκλιανή είπε: «Ναι, κύριε, έχω και άλλα πολλά». Απεκρίθη ο Απόστολος: «Αφού ταύτα αφιέρωσας εις τον Θεόν, τοποθέτησον αυτά εις χωριστόν μέρος της οικίας σου και δια των ιδίων χειρών σου διαμοίρασον εις τους πτωχούς δια να λάβης θησαυρόν εις τους ουρανούς». Όθεν κατά την εντολήν του Ιωάννου, ισταμένη αύτη καθ’ εκάστην ημέραν έξωθεν της οικίας της, δια των ιδίων χειρών της διεμοίραζεν εις πάντας τους ερχομένους πτωχούς τα προς την χρείαν αρμόδια. Διετρίψαμεν λοιπόν αρκετόν καιρόν εις τον οίκον της Προκλιανής, και είδομεν εις αυτήν καρπούς μεγάλους της μετανοίας· διότι δια νηστειών και προσευχών πολλών εταπείνωσε τον εαυτόν της δεομένη του Θεού περί των προηγουμένων αμαρτημάτων της, και ίνα μέχρι τέλους καθαρά, αναμάρτητος και εν αγιωσύνη τελειώση τον βίον και αξιωθή της αιωνίου σωτηρίας μετά του υιού της Σωσιπάτρου. Μέγιστον λοιπόν δώρον, αγαπητοί, η μετάνοια και φάρμακον ζωής παρά Θεού εις τους ανθρώπους εδόθη, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου