Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΜΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τόση σύγχυσις περί Ορθοδοξίας εις τον Ελληνικόν χώρον, όση υπάρχει σήμερον. Ζώμεν εις μίαν χώραν φωτός απλέτου, φωτός υπερφυσικού, όπου ανέτειλεν με τον Χριστιανισμόν και το αγνοούμεν. Επειδή δεν απεκτήσαμεν αίσθησιν δια την γεύσιν των πνευματικών ουσιών, αρνούμεθανα δεχθώμεν και την ύπαρξίν των και την υπεροχήν των.                           
Πολλοί, όταν αναφέρουν την Ελλάδα, εννοούν ένα προχριστιανικόν φως της Αριστοτελικής ή Πλατωνικής φιλοσοφίας ή τους Πυθαγορίους ή την Στοάν και ένα καθαρόν φυσικόν και ακτινοβόλον φως, με το οποίον είναι προικισμένη η μεσημβρινή Πατρίς μας, όπου φωτίζει τα μαρμάρινα μνημεία μας και τας απαραμίλλους φυσικάς καλλονάς της. Ούτε καν υποψία, ότι έχομεν τον κατά παράδοσιν πάμφωτον Ορθόδοξον Χριστιανισμόν, τον οποίον επεξειργάσθη εις όλας του τας μορφάς, ως αλήθειαν, ως κάλλος, ως δόγμα, ως πνευματικότητα, ως υπερούσιον λειτουργικήν ζωήν και ως ρυθμόν τέχνης, η χορεία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας κατ΄ ιδίαν και εν Ιεραίς Συνόδοις τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. Και διατί αυτή η τραγική άγνοια των θείων θησαυρών μας; Διότι δεν εζήσαμεν πνευματικώς, δεν επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όστις μας εφανέρωσε την Αλήθειαν, δεν εφηρμόσαμεν τας θείας Του εντολάς. Και έτσι δεν άνοιξαν τα μάτια μας δια να ίδωμεν το Άγιον εκείνο και υπερφυσικόν φως, το οποίον περιέλαμψεν όσους επίστευσαν τον Χριστόν και ηγάπησαν την δόξαν και την αγάπην Του. Και εντεύθεν κατατριβόμεθα με μικροχαρή υποκατάστατα, ομιλώμεν με ενθουσιασμόν δια την κλασσικήν φιλοσοφίαν και την τέχνην, δια τον ψευδοπολιτισμόν μας, αλλά περί Ορθοδοξίας ούτε λόγος, επειδή δεν ζήσαμεν εν Χριστώ, δεν ησθάνθημεν την πνευματικήν λύτρωσιν και άπειρον ευδαιμονίαν της εν Χριστώ ζωής. Δια τούτο έχομεν περιέλθη εις αγωνίας και προβληματισμούς και άγχη και απελπιστικόν αδιέξοδον. Από το οποίον δεν θα εξέλθωμεν, εάν δεν προσέλθωμεν εν κλαυθμώ και ταπεινώσει και απλότητι ψυχής προς τον λυτρωτήν του κόσμου Χριστόν. Όχι τον Χριστόν των Λατίνων, που τον απεγύμνωσαν από την υπερβατικότητά του και τον κατέστησαν ένα ψυχρόν ηθικολόγον, ούτε τον Χριστόν των Προτεσταντών, οίτινες τον κατεκρεούργησαν εις τετρακόσια τεμάχια και κάθε αίρεσις τον παρουσιάζει εις τα μέτρα της. Αλλά τον Χριστόν, τον Ορθοδόξως ερμηνευθέντα και βιωθέντα επί δύο χιλιάδες έτη υπό της Εκκλησίας, εκ της οποίας απεκόπησαν και Λατίνοι και Προτεστάνται και ήδη πλανώνται εις το βαθύ σκότος της εγωπαθείας των.                                                                                       
Τα ανωτέρω έγραψα ως μικράν εισαγωγήν εις την μικράν ιστορίαν, τόσον όμως περιεκτικήν και τόσον διδακτικήν δι΄ ημάς, που ομιλώμεν περί ενώσεως των Εκκλησιών, την οποίαν εκθέτω αμέσως.                                                                                           
Γνωστός μου φιλόλογος Γερμανός μοι εδιηγήθη τα εξής: Ευρισκόμην, λέγει, μεταξύ των στρατιωτών της Χιτλερικής εκστρατείας εις Ρωσίαν. Προ της καταρρεύσεως του γερμανικού μετώπου, ανεπαυόμην, μετά από μίαν μάχην, με άλλους συναδέλφους μου, εις ένα σπίτι ρωσικού χωριού. Ένα βράδυ οι συνάδελφοί μου ήρχισαν ένα θορυβώδες τραγούδι. Αίφνης, εμφανίζεται μία νεαρά ρωσίς, εις το σπίτι της οποίας εστεγαζόμεθα, και αφού μας έρριψεν αυστηρόν βλέμμα, έδειξεν με τον δάκτυλόν της το εικονοστάσιον και την κανδήλαν που ήτο αναμμένη, ωσάν να μας έλεγε πόσον άτοπον είναι να τραγωδούμεν ενώπιον των ιερών εικόνων… Υπήρξε τόση η κατάπληξίς μου και ο σεβασμός μου δια την ορθόδοξον αυτήν νέαν, με το σταθερόν και ανδρείον φρόνημά της και δια την αδιαφορίαν της, ότι ωμίλει εις τους νικητάς της πατρίδος της, ώστε, μόλις ετελείωσεν ο φρικαλέος εκείνος πόλεμος, εζήτησα αμέσως να πληροφορηθώ τι πιστεύουν οι Ορθόδοξοι και ποίας διαφοράς έχομεν ημείς οι Προτεστάνται με αυτούς. Κατέφυγα εις ένα Ορθόδοξον ιερέα μιας Κοινότητος εν Γερμανία και τον ερώτησα να με διαφωτίση. Εκείνος, ύστερα από πολλήν σκέψιν, μου απήντησεν ότι… δεν έχομεν διαφοράς σοβαράς και ότι αμφότερα τα δόγματα αντλούν από μίας πηγής!...                                     
Παρά την απροσδόκητον αυτήν απάντησιν του ιερέως, ήρχισα να μελετώ βιβλία Ορθόδοξα. Εκεί ανεκάλυψα, όχι απλώς διαφοράς, αλλά χάσματα κυριολεκτικώς. Έβλεπα ότι η Ορθοδοξία ήτο εκθαμβωτικόν φως και ο Προτεσταντισμός βαθύτατον έρεβος. Ότι η Ορθοδοξία, απετέλει αδιάκοπον συνέχειαν της Αποστολικής Διδαχής και ότι ο Προτεσταντισμός ήτο ένα σύνολον ερμηνευτικών πλανών, η αρχή των οποίων υπήρξεν εις την Ρώμην ως Ορθολογισμός. Και ακόμη διεπίστωσα, ότι τόσον ο Παπισμός, όσον και ο Προτεσταντισμός, (περισσότερον ο δεύτερος) δεν λυτρώνουν, δεν ζωοποιούν, δεν ειρηνεύουν την ψυχήν, εν αντιθέσει με την Ορθοδοξίαν, η οποία πρώτον καθαίρει την ψυχήν από των παθών, κατόπιν την φωτίζει και τελευταίον την ενώνει με τον Χριστόν. Αργότερα εδιάβασα την Υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την «Φιλοκαλίαν» και τους Ασκητικούς Πατέρας και εκολύμβησα εις άπειρον αγαλλίασιν. Η ορθοδοξία είναι έργον Θεού. Ο Ρωμαιοκαθολισμός ήτο έργον Θεού και έγινεν και ανθρώπινον. Ο Προτεσταντισμός από Θεανθρώπινον κλάδον αποκοπείς, εφυλλορρόησεν από σατανικούς ανέμους και τώρα κείται εις φύλλα εξηραμένα, έκαστον των οποίων αντιπροσωπεύει και μίαν Ομολογίαν!...                                                    
…Προ πολλών ετών εζήτησα να εισέλθω στους κόλπους της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας. Εκατηχήθην – διότι ουσιαστικώς εγνώριζα την αλήθειαν της Ορθοδοξίας – και εβαπτίσθην δι΄ ύδατος και πνεύματος. Και έγινα ένα μέλος του μυστικού Σώματος του Χριστού. Και τώρα, σεσωσμένος τη Χάριτι του Θεού, πληροφορημένος εις την καρδίαν μου «εν Χάριτι», ζω αποξενωμένος από τους ονειδίζοντάς με συγγενείς, αλλά «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού», πτωχός καθηγητής εν Ελλάδι, αλλά πλουτίσας εν Χριστώ δύναμαι ευγνωμόνως να αναπέμπω τας προσευχάς μου και να λέγω, μαζύ με τον άγιον Πατέρα μας Συμεών τον Νέον Θεολόγον, προς τον Σωτήρα μου Ιησούν: «Απολαύω της αγάπης σου και της ωραιότητός σου και είμαι πλήρης ευδαιμονίας και θείας γλυκύτητος. Το πρόσωπόν μου λάμπει όπως το πρόσωπον του Ηγαπημένου μου. Όταν βυθίζομαι εις το φως σου, τότε γίνομαι ένα φως όμοιον με το ιδικόν σου. Και τότε αισθάνομαι τον εαυτόν μου πλουσιώτερον από όλους τους πλουσίους, ωραιότερον από όλους τους ωραίους και δυνατώτερον από όλους τους αυτοκράτορας». Και τελειώνω την προσευχήν μου με την αίτησιν, να με αξιώση ώστε να γίνω Μοναχός της Ορθοδόξου αγίας Εκκλησίας μας, δια να αρχίσω από εδώ να αισθάνομαι την μακαριότητα της αιωνίου βιοτής…                                         
«Κύριε, συ που μου έδωσες το αιτείν, δος μου και το αιτούμενον, Αμήν».                                                                                                         
Έτσι ετελείωσεν ο Ιωάννης Γιόρνταν την αφήγησίν του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου