Ἡ σαφὴς ἐπισήμανση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Γαλάτας (Γαλ. 1, 8.9), καὶ μάλιστα δύοφορὲς μὲ ἐπίταση («ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω») νὰ μὴ δεχθοῦν καμμία καινοτομίατοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀκόμη κι ἂν προέρχεται ἀπὸ ἄγγελον ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἀπὸ τοὺς ἰδίουςτούς Ἀποστόλους, φανερὰ καταργεῖ κάθε ἔννοια «Πρωτείου» τῶν μεμονωμένων προσώπωνἔναντι τῆς Παραδόσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία (ἀφοῦ οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι δὲν μποροῦνὑστερογενῶς νὰ ἀλλάξουν τὸ Εὐαγγέλιόν τους, ἐπειδὴ εἶναι «ἄνωθεν»), ἀλλὰ καὶ ἐπιπλέον ἀρκεῖἀπὸ μόνη της νὰ μᾶς καθοδηγήσει στὸ τί γίνεται, ὅταν φαινόμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ κάνουμεὑπακοὴ ἐναντίον τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: ἀπομακρύνουμε ὅποιον ἀλλοιώνει τὸ ἀρχαῖοεὐαγγελικὸ κήρυγμα («ἀνάθεμα ἔστω»).
Σχετικῶς μὲ ἕνα ἄλλο χωρίο, τὸ «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13, 17) σημειώνουμε ἐδῶκαὶ τὸ ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτο· ἡ αἰτιολογία τῆς ὑπακοῆς στοὺς «ἡγουμένους», δηλ. τοὺς προεστῶτες,εἶναι ὅτι αὐτοὶ «ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν»· ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ἄν,βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας διαπιστώνεται ὅτι αὐτοὶ ὀλιγωροῦν, ἀδιαφοροῦν, γιὰ τὶςψυχὲς καὶ ἀμελοῦν γιὰ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ πρωτίστως τὴν αἵρεση, τότε αἴρεται,καταργεῖται τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς σὲ αὐτούς.
Ὅπως ἔχει λεχθῆ σχετικῶς «Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐν πρώτοις κάνει διάκριση μεταξὺ καλῶν καὶ κακῶνποιμένων, ἀληθινῶν καὶ γνησίων ποιμένων, διδασκάλων, προφητῶν ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ καὶψευδοποιμένων, ψευδοδιδασκάλων καὶ ψευδοπροφητῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη [...] οἱ πιστοὶ ἔχουνεὐθύνη γιὰ τὸ ἂν θὰ ἀκολουθήσουν τοὺς κακοὺς ποιμένες, [...] ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι ἀδιάκριτη, ἀλλὰ διακριτικὴ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου